Γιατί γίνατε παπάς;
Πίστεψα ότι θα μπορούσα να προσφέρω κάτι στους ανθρώπους. Αυτό σκεφτόμουν τότε.
Πού μεγαλώσατε;
Η Κτηματική δεν μας έδινε ένα κουτούκι στον Κολωνό να βάλουμε τα παιδιά και τώρα ακούμε ότι παραχωρούσε ολόκληρες περιοχές. Όργια. Τι άλλο να πω;
Στη Δραπετσώνα. Στο σπίτι που είχαν δώσει στη γιαγιά μου που ήταν πρόσφυγας. Φτώχεια πολύ, κι εγώ έλεγα στη μάνα μου να κάνουμε κάτι για αυτά τα παιδιά. Γιατί δίπλα μας υπήρχαν οικογένειες που είχαν περισσότερα προβλήματα και από εμάς.
Και πώς μεγαλώσατε; Στο κατηχητικό;
Η μητέρα μου με είχε στείλει στο κατηχητικό, αλλά ήμουν ανήσυχος άνθρωπος. Αν έβλεπα κάτι λά θος, αντιδρούσα. Συγκρουόμουν. Σιγά σιγά τελείωσα δάσκαλος, μετά πήγα στη Θεολογική Σχολή.
Θα μπορούσατε να είχατε γίνει ακτιβιστής,αν υπήρχε στη Δραπετσώνα ένα τέτοιο κίνημα;Ένας οικολόγος ή ένας επαναστάτης;
Ναι, γιατί όχι; «Είδες αδελφό σου, είδες κύριο και Θεό σου», λένε οι Πατέρες.
Και πώς βρεθήκατε από τη Δραπετσώνα στον Κολωνό; Έπεσα σαν αλεξιπτωτιστής το ΄98. Όταν χειροτονήθηκα, μου είπαν: «Θα πας στον Άγιο Γεώργιο στην Ακαδημία Πλάτωνος». Πήγα και είδα ότι υπήρχαν παιδιά που μεγάλωναν στον δρόμο. Λες και ήταν εγκαταλε- λειμμένα. Άρχισα να μαθαίνω για νεανικές συμμορίες, για ναρκωτικά, για διαλυμένα σπίτια...
Όταν λέτε «άρχισα να μαθαίνω»;
Κοιτάξτε, εγώ έμενα σε μια πολυκατοικία απέναντι από την πλατεία. Έβλεπα λοιπόν ότι δύο - τρεις η ώρα το πρωί, η πλατεία ήταν γεμάτη με παιδιά. Προσπαθούσαμε με τη γυναίκα μου να καταλάβουμε τι γίνεται, πώς είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρεται κανείς; Άρχιζα να παίζω μπάσκετ με τα παιδιά. Ιδρώναμε και μετά συζητούσαμε. «Αφού δεν έχουμε παπούτσια, γιατί να μην τα κλέβουμε», μου έλεγαν. Δεν το θεωρούσαν κακό. Έμπαιναν σε ένα πολυκατάστημα και έπαιρναν.
Και βεβαίως δεν πήγαιναν στο σχολείο.
Τι σχολείο μου λέτε; Εδώ δεν είχαν να φάνε. Σκέφτηκα τι μπορούσα να τους προσφέρω. Η Εκκλησία φράγκο δεν έδινε.
Όταν λέτε «η Εκκλησία»; Η Εκκλησία, όλοι αυτοί. Ρώτησα και τους «από πάνω», αλλά δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον. Ούτε σήμερα υπάρχει. Και ό,τι λέγεται είναι για το θεαθήναι. Ούτε φράγκο δεν δίνουν γι΄ αυτά τα παιδιά. Μόνο καραμελίτσες και εικονίτσες στο κατηχητικό. Αστεία πράγματα.
Συνεχίστε μου όμως την ιστορία.Τι κάνετε εσείς;
Σας είπα, παίζω μπάσκετ και συζητάω. Καμιά φορά πάω στη γυναίκα μου και της λέω: «Αντί για δύο, μαγείρεψε για πέντε». Μετά για δέκα. Αλλά αυτό το πράγμα δεν οδηγούσε πουθενά. Κάθε μέρα γνώριζα και άλλα παιδιά που είχαν ανάγκη. Τότε αποφασίζω να κάνω το μεγάλο άνοιγμα και να νοικιάσω ένα παλιό καφενείο. Στην οδό Πύλου. Μιλάω και σε κάτι φίλους και δέχονται να τσοντάρουν. Βάλαμε θρανία και φτιάξαμε και μια κουζίνα. Στη αρχή έτρωγαν 20 παιδιά, μετά 30, μετά 50. Βέβαια παγώναμε τον χειμώνα και λειώναμε το καλοκαίρι, αλλά είχαμε επιτέλους έναν χώρο.
Με φαγητό αλλά και θρανία. Ναι, γιατί από την αρχή ο στόχος μου ήταν να μάθουν γράμματα. Τους φτιάχναμε τα χαρτιά, τα γράφαμε στο σχολείο και τις άλλες ώρες, αντί να γυρνάνε στους δρόμους, έρχονταν στο καφενείο. Έτρωγαν, έπαιζαν, συζητούσαν, διάβαζαν. Μετά, αφού τα παιδιά έγιναν πάρα πολλά, νοικιάσαμε και δύο ορόφους
Ούτε φράγκο δεν δίνουν γι΄ αυτά τα παιδιά. Μόνο καραμελίτσες και εικονίτσες στο κατηχητικό.
Αστεία πράγματα
επάνω στη Λένορμαν. Κάναμε έναν μικρό ξενώνα, το βράδυ δηλαδή βγάζαμε θρανία και βάζαμε κρεβάτια, γιατί είχαμε πάρα πολλούς αστέγους. Στον πόλεμο του Κόλπου, άνοιγε η πόρτα και έμπαιναν μέσα προσφυγάκια, ούτε ήξεραν να μιλήσουν ούτε τίποτα. Σιγά σιγά βρήκαμε τους γονείς τους, τα γράψαμε στο σχολείο, κάναμε τμήματα αναλφάβητων, τα εμβολιάσαμε... Η περιοχή εδώ έχει πολλούς ξένους.
Η πλειονότητα. Στην τραπεζαρία που περάσαμε ήταν μόνο τρία- τέσσερα Ελληνόπουλα και τα άλλα ήταν παιδιά από το Αφγανιστάν, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Συρία, το Σουδάν, τη Νιγηρία.
Πόσα παιδιά έρχονται σήμερα στην Κιβωτό;
Από πέρυσι υπήρχαν 187, αλλά κάθε μέρα γράφουμε καινούργια. Σήμερα γράφτηκαν έξι παιδιά, ένα από τη Συρία, τρία από το Αφγανιστάν και δύο Τσιγγανάκια από την Αλβανία.
Τα οποία το βράδυ έρχονται οι γονείς τους και τα παίρνουν. Ναι. Μα δεν θέλω να κάνω ορφανοτροφείο. Και αν δεν έρθουν να τα πάρουν, θα πάμε εμείς στο σπίτι τους να τους μιλήσουμε. Δηλαδή τους στριμώχνουμε και λίγο, για να αναλάβουν κάποιες ευθύνες.
Έχετε σκεφθεί μήπωςκάποιοι γονείς από αυτούς δεν προσφέρουν τίποτα στα παιδιά τους;
Μπορεί, αλλά ακόμη και το καλύτερο ίδρυμα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μάνα. Αυτή είναι η άποψή μου. Έρχεται το παιδί, κλαίει και μου λέει: «Η μάνα μου χθες έκανε αυτό και αυτό, αλλά εγώ πάτερ την αγαπώ».
Πείτε μου ενδεικτικά δύοτρεις δύσκολες περιπτώσεις που αντιμετωπίσατε.
Στην αρχή σχεδόν, είχαμε δύο παιδιά που ο πατέρας τους ήταν ναρκομανής, η μάνα τους τα είχε εγκαταλείψει και μέσα στο σπίτι γινόταν διακίνηση ναρκωτικών. Αυτή τη στιγμή, το ένα παιδί έχει περάσει στο πανεπιστήμιο και το άλλο έχει βρει μια καλή δουλειά.
Μιλάμε πάντα για οικογένειες με βαρύ ιστορικό;
Ναι, δυστυχώς. Υπήρχε ένα παιδάκι, μας το έφερε ο φίλος της μάνας, που είχε μεγαλώσει μέσα σε ένα δωμάτιο βλέποντας κινούμενα σχέδια. Να φανταστείτε εμένα με έλεγε «μαμά». Βρήκαμε αυτή τη γυναίκα, δούλευε σε κάποιο μπαρ, είχε κάνει τέσσερα παιδιά με τέσσερις διαφορετικούς άντρες. Τη στηρίξαμε και πήρε πίσω το παιδάκι της.
Όταν λέτε τη στηρίξατε; Αυτό που χρειάζονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι μια δουλίτσα και δυο φράγκα στην αρχή για να σταθούν στα πόδια τους. Τους νοικιάσαμε εμείς ένα σπίτι, μετά είναι το νερό, το φως, τα φάρμακα.
Πόσους εθελοντές έχετε; Πάνω από εκατό εθελοντές, όλων των ειδικοτήτων. Μαγείρισσες, ψυχολόγους, καθηγητές για να μπορούν τα παιδιά του λυκείου να διαγωνισθούν επί ίσοις όροις για τις Ανώτατες Σχολές.
Τώρα και με τα νέα κτίρια πρέπει να αισθάνεστε ευτυχισμένος πάντως.Το σχέδιο επετεύχθη.
Δεν είχα κάποιο σχέδιο. Το ένα έφερε το άλλο. Τα περισσότερα παιδιά ήταν άρρωστα, τα δόντια τους ήταν σάπια. Και λέμε πρέπει να κάνουμε ένα μαγειρευτό, βρε παιδί μου. Και στην άλλη γωνία να τους μαθαίνουμε γράμματα. Μετά ήρθαν οι άστεγοι. Βάλαμε κρεβάτια. Μέχρι και έγκυοι γέννησαν εκεί πέρα. Μετά υπήρχε ανάγκη να φτιάξουμε λουτρά. Γιατί τα έδιωχναν από το σχολείο τα παιδιά. Βρωμούσαν. Βάλαμε ντουσιέρες και είπαμε τρεις φορές την εβδομάδα, μπάνιο. Έκανα ό,τι θα έκανε ο καθένας μας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι του Θεού πάντως,που πρωταγωνιστούν αυτές τις μέρες στα δελτία,δεν φαίνεται να νοιάζονται καθόλου για όλα αυτά.
Γι΄ αυτό νιώθω αδικία και οργή. Κανονικά στην Αθήνα έπρεπε να υπάρχουν πεντακόσιες Κιβωτοί.
Ολόκληρη η συνέντευξη του Παπά Αντώνη στον Σταύρο Θεοδωράκη στα ΝΕΑ
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου