Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Το χρονικό της υποταγής στο ΔΝΤ


Το χρονικό της υποταγής: Ποιοι, πώς και γιατί κάλεσαν το ΔΝΤ

Οι προφάσεις της κυβέρνησης ότι αναγκάστηκε να αποδεχτεί το Μνημόνιο κάτω... από την πίεση των πραγμάτων, ότι ήταν αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλίσει η χώρα τα δανεικά που χρειαζόταν και ότι για όλα φταίνε οι άλλοι πάσχει ολοένα και πιο σοβαρά. Η τελευταία Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνει ξεκάθαρα τις ευθύνες του σημερινού οικονομικού επιτελείου και δικαιώνει απόλυτα τις επισημάνσεις ότι η κυβέρνηση παρέλαβε ένα πρόβλημα ελλείμματος κοινό σε όλη την Ευρώπη και το μετέτρεψε σε κρίση δανεισμού, μοναδική, την ώρα εκείνη, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η αλήθεια –και η κυβέρνηση την ξέρει πολύ καλά– είναι πως μπορούσε να δανειστεί –και μάλιστα με χαμηλά επιτόκια– και τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 2009. Μπορούσε με άνεση να δανειστεί και στους πρώτους μήνες του 2010, όταν τα επιτόκια βρίσκονταν στην αρχή της ανηφόρας. Μπορούσε να βρει διεξόδους, αλλά είχε πάρει τις αποφάσεις της από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε. Και πάνω σε εκείνες τις αποφάσεις πορευόταν, χωρίς κανένα άλλο σχέδιο. Το ομολόγησε και αυτό, αλλά πολύ αργότερα.
Τα γεγονότα από τη συγκρότηση της κυβέρνησης μέχρι την υποταγή στο Μνημόνιο μιλούν από μόνα τους. Είναι, μάλιστα, εξόχως διδακτικά για όλα όσα συμβαίνουν την ώρα αυτή, αλλά και για όλα όσα εκκολάπτονται. Το ιστορικό του εγκλήματος δεν μπορεί πλέον ούτε να αμφισβητείται ούτε να αγνοείται ούτε να λησμονείται.

Αποκλείουν προσφυγή στο ΔΝΤ
Οκτώβριος 2009: Η νέα κυβέρνηση παίρνει το τιμόνι της διακυβέρνησης του τόπου με τη διαβεβαίωση ότι «λεφτά υπάρχουν», ότι θα ρίξει χρήμα στην αγορά και ότι θα δώσει έμφαση στην ανάπτυξη. Κυρίως, όμως, ότι δεν πρόκειται να προσφύγει ποτέ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς μια τέτοια επιλογή όχι μόνο δεν θα έδινε λύση σε κανένα από τα προβλήματα του τόπου, αλλά θα επέφερε και πολύ σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή διαδικασία και την κοινωνική συνοχή.
Πέρα, όμως, από τις ρητές διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού, το ενδεχόμενο προσφυγής στο ΔΝΤ αποκλειόταν και από τα πραγματικά δεδομένα, αφού η χώρα –παρά τη διεύρυνση του ελλείμματος– μπορούσε άνετα να δανειστεί από τις αγορές. Άλλωστε, ανάλογα προβλήματα ως προς το δημόσιο έλλειμμα αντιμετώπιζαν πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σχεδόν όλες είχαν πέσει έξω στις προβλέψεις τους, τόσο για την ύφεση, όσο για το μέγεθος των ελλειμμάτων. Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αναθεωρήσει τρεις φορές έως τότε τις προβλέψεις που έκανε για ολόκληρη την Ευρώπη.

Αποφασίζουν προσφυγή στο ΔΝΤ
Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία της κυβέρνησης –κόντρα στους προεκλογικούς της όρκους, κόντρα στα δεδομένα και τη διεθνή εμπειρία– καταλήγει σε μια ανεξήγητη επιλογή. Αποφασίζει –και μάλιστα από την πρώτη στιγμή– να καταφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στην αρχή, ωστόσο, δεν το λέει ούτε καν στα βασικότερα από τα μέλη της. Το αποκαλύπτει, όμως, λίγο αργότερα ρητά και ξεκάθαρα ο αρμόδιος υφυπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης. Σε συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση, στις 5 Μαΐου 2010, ανάμεσα στα άλλα αναφέρει:
«Όταν ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ τη διακυβέρνηση της χώρας, διαπίστωσε ότι η μόνη εναλλακτική επιλογή που είχε ήταν να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο». Για να μην αφήσει, μάλιστα, καμιά αμφιβολία σε ό,τι αφορά το χρόνο διαμόρφωσης και οριστικοποίησης της κυβερνητικής απόφασης, ο αρμόδιος υφυπουργός διευκρινίζει, χωρίς περιστροφές, ότι το ΔΝΤ αντιμετωπίστηκε «ως η πρώτη επιλογή και η μόνη που υπήρχε από τις 5 Οκτωβρίου».

Φουσκώνουν το έλλειμμα
Οι μεθοδεύσεις για το προαποφασισμένο έγκλημα ξεκινούν λίγο μόλις καιρό μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης. Ενώ η χώρα χρειάζεται, χωρίς καμιά άλλη καθυστέρηση, αυστηρά μέτρα για να προλάβει την περαιτέρω διόγκωση του ελλείμματος, αλλά –και προπάντων μάλιστα– για να πείσει τις αγορές ότι ξέρει το πρόβλημα και είναι αποφασισμένη να το αντιμετωπίσει, η κυβέρνηση παίρνει τον ακριβώς αντίθετο δρόμο. Προβάλλει το υπέρογκο δημόσιο χρέος, προαναγγέλλει ότι το έλλειμμα του 2009 θα ξεπεράσει το 12% και αφήνει να διαφανεί πως δεν πρόκειται να πάρει κανένα από τα μέτρα που απαιτούνται για να αποτρέψει το αρνητικό αυτό ενδεχόμενο. Όχι μόνο δεν κάνει οτιδήποτε για να συγκρατήσει τη διόγκωση του ελλείμματος, αλλά διαπράττει και τα εντελώς αντίθετα.
Με τις πρώτες αποφάσεις της, η κυβέρνηση καταργεί σοβαρές πηγές είσπραξης πρόσθετων πόρων που είχε δρομολογήσει η προηγούμενη και αυξάνει τα έξοδα του τελευταίου τριμήνου. Ακυρώνει την έκτακτη εισφορά των ιδιοκτητών σκαφών αναψυχής και τις ρυθμίσεις για την τακτοποίηση ημιυπαίθριων χώρων. Αυξάνει τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Μοιράζει επιδόματα, αλλά αφήνει την είσπραξη των αντίστοιχων πόρων για την επόμενη χρονιά. Εγκαταλείπει ακέφαλους τους εισπρακτικούς μηχανισμούς και προκαλεί πλήρη κατάρρευση των κρατικών εσόδων. Με τις πράξεις και τις παραλείψεις της, αντί να συγκρατήσει το έλλειμμα, το φουσκώνει τουλάχιστον κατά 2 με 3 ποσοστιαίες μονάδες.

Διασύρουν την εικόνα της χώρας
Στην προσπάθειά του να εκθέσει την προηγούμενη κυβέρνηση, το οικονομικό επιτελείο παρουσιάζει τις εκτιμήσεις του για το έλλειμμα του 2009 σαν πλασματικά στοιχεία, γεγονός που πλήττει άδικα τη χώρα. Τόσο γιατί δεν επρόκειτο για παραποιημένα στοιχεία, αλλά για εκτιμήσεις, όσο και γιατί είχαν ήδη πέσει έξω όλες οι εκτιμήσεις όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Σχεδόν ταυτόχρονα, ο πρωθυπουργός ελεεινολογεί την κατάσταση της οικονομίας, αλλά και την εικόνα της χώρας γενικότερα. Μιλά για «εκτεταμένη διαφθορά που έχει προσλάβει διαστάσεις πανδημίας», για σοβαρούς κινδύνους «χρεοκοπίας», για μια χώρα που «βρίσκεται στην Εντατική». Οι δηλώσεις του, σε συνδυασμό με την άρνηση της κυβέρνησης να πάρει μέτρα εξυγίανσης και ακόμη περισσότερο με τις αποφάσεις που φουσκώνουν, αντί να περιορίζουν το έλλειμμα, προκαλούν έντονη ανησυχία στις διεθνείς αγορές. Η κρίση ελλείμματος –κρίση κοινή για ολόκληρη την Ευρώπη– μετατρέπεται σε κρίση εμπιστοσύνης, μοναδική στην Ευρώπη. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, ο ένας μετά τον άλλο, υποβαθμίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και τα επιτόκια δανεισμού παίρνουν την ανηφόρα. Μέσα σε δύο μήνες, τα spreads ξεπερνούν τις 250 μονάδες βάσης.

Διαπραγματεύονται παρασκηνιακά
Σε όλο αυτό το διάστημα, μέχρι και τους πρώτους μήνες του 2010, η κυβέρνηση έχει μπροστά της μια ρεαλιστική και δοκιμασμένη συνταγή: Να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές σε ανεκτά επιτόκια, να καλύψει τις ανάγκες της χώρας για ολόκληρο το 2010 και να ανακόψει τις ορέξεις των κερδοσκόπων. Αυτό, άλλωστε, είχε κάνει και η προηγούμενη, ένα χρόνο πρωτύτερα, παρόλο που οι καταστάσεις δεν ήταν το ίδιο πιεστικές.
Παρά την έγκαιρη επισήμανση, αλλά και την εξέταση της δυνατότητας αυτής, η κυβέρνηση κλοτσά τη δυνατότητα που έχει μπροστά της για μια επαρκή δανειοδότηση. Αντί να καλύψει τις δανειακές ανάγκες της χώρας για το μέγιστο που μπορεί και να αποκτήσει άνεση χρόνου για τα επόμενα βήματά της, στρέφεται αμέσως προς το ΔΝΤ.
Τα σχέδια της κυβέρνησης αρχίζουν να διακρίνονται στα τέλη Νοεμβρίου, όταν γίνεται γνωστό ότι αρμόδια κυβερνητικά στελέχη ξεκινούν προπαρασκευαστικές συζητήσεις με παράγοντες της Κομισιόν και του ΔΝΤ για το ενδεχόμενο που η Ελλάδα δεν θα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές.
Λίγο αργότερα, στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο πρωθυπουργός αφήνει έκπληκτους τους ομολόγους του, καθώς δηλώνει πως κυβερνά μια διεφθαρμένη χώρα. Διαψεύδει, πάντως, τα σενάρια που αναφέρονται σε πιθανή προσφυγή στο ΔΝΤ και υποστηρίζει ότι «η χώρα μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της».
Στις αρχές του χρόνου, η κυβέρνηση αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον προϋπολογισμό που μόλις είχε ψηφίσει και να ανακοινώσει μέτρα λιτότητας. Λίγο αργότερα, στα μέσα Φεβρουαρίου, ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι «έτσι όπως χειριστήκαμε τα οικονομικά μάς αφαιρέθηκε ένα κομμάτι της κυριαρχίας μας». Σχεδόν ταυτόχρονα, ο υπουργός Οικονομικών παρομοιάζει με την ελληνική οικονομία με «Τιτανικό» που βουλιάζει. Οι αρνητικές εικόνες που εκπέμπει η ίδια η κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τις συζητήσεις για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης και τις γερμανικές αντιδράσεις, ανεβάζουν ακόμη περισσότερο τα spreads.

Βάζουν στο τραπέζι το «πιστόλι» του ΔΝΤ
Στις αρχές Μαρτίου –υποκύπτοντας σε νέο τελεσίγραφο των Βρυξελλών– η κυβέρνηση ανακοινώνει νέα εισπρακτικά και περιοριστικά μέτρα. Δεν φαίνεται, ωστόσο, να πείθει κανέναν και το κόστος του δανεισμού συνεχίζει τη δραματική ανηφόρα. Τα σενάρια χρεοκοπίας πανικοβάλλουν τον κόσμο, χιλιάδες καταθέτες αναζητούν τραπεζικά καταφύγια στο εξωτερικό και η κατάσταση επιδεινώνεται ραγδαία.
Στο μεταξύ, η προσπάθεια δημιουργίας Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης εξακολουθεί να προσκρούει σε γερμανικές αντιρρήσεις και ο πρωθυπουργός αρχίζει να περιφέρει ανάμεσα στους εταίρους μας το «πιστόλι» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Υποστηρίζει, καταρχάς, ότι «δεν ζητούμε από την ΕΕ χρήματα, αλλά πολιτική στήριξη». Θέτει, ωστόσο, σε αμφισβήτηση ο ίδιος τις διαβεβαιώσεις του, καθώς –στα μέσα Μαρτίου– αποκαλύπτει πως η κυβέρνηση είχε ήδη ξεκινήσει σχετικές συζητήσεις με το ΔΝΤ. «Συζητήσαμε», λέει, «με το ΔΝΤ και μας είπαν πως δεν θα μας ζητούσαν παραπάνω μέτρα από όσα πήραμε».
Λίγο αργότερα κάνει ένα ακόμη βήμα, υπογραμμίζοντας –στο Υπουργικό Συμβούλιο– ότι το σενάριο της προσφυγής στο ΔΝΤ ενισχύεται εξαιτίας «εσωτερικών αντιθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Τελικά, στις 25 Μαρτίου, η ΕΕ αποφασίζει να προχωρήσει στη συγκρότηση Μηχανισμού για τη Στήριξη της Ελλάδας, αλλά το ΔΝΤ ανακοινώνει πως, εάν δεχτεί αίτημα βοήθειας, θα θέσει τους δικούς του όρους. Τα spreads συνεχίζουν την ανηφόρα.

Υποτάσσουν τη χώρα στο Μνημόνιο

Στις αρχές Απριλίου (9/4), ύστερα από κινητοποίηση Ευρωπαίων ηγετών, στελεχών της ΕΚΤ και παραγόντων του ΔΝΤ, οριστικοποιούνται οι λεπτομέρειες για το Μηχανισμό Στήριξης προς την Ελλάδα και το ύψος της βοήθειας. Ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι «έχουμε πια ένα δίχτυ ασφαλείας» και ότι «το όπλο στο τραπέζι είναι πλέον γεμάτο».
Περίπου δέκα ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση ξεκινά τις τελικές διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ, για την προσφυγή στον «Ευρωπαϊκό Μηχανισμό» (!). Ο υπουργός Οικονομικών διαβεβαιώνει ότι η έναρξη διαπραγμάτευσης δεν σημαίνει προσφυγή, αλλά ο πρωθυπουργός τονίζει προς το Υπουργικό Συμβούλιο πως, «αν το συμφέρον της χώρας επιτάσσει να χρησιμοποιήσουμε το Μηχανισμό, θα το κάνουμε χωρίς δισταγμό».
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 23 Απριλίου, ο πρωθυπουργός ανακοινώνει από το Καστελόριζο την απόφασή του να προσφύγει στο Μηχανισμό Στήριξης, χωρίς να κάνει καμιά αναφορά στο ΔΝΤ. Παρουσιάζει την απόφασή του σαν απολύτως αναγκαία και τονίζει: «Βρισκόμαστε σε μια δύσκολη πορεία, μια νέα Οδύσσεια για τον Ελληνισμό». 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 15/12/2010

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Ο Αντρέας, η Θάτσερ και το τσαντάκι. Η περιέργεια του Πάγκαλου να μάθει που ξημέρωσε ο Αντρέας.


Ο Ανδρέας, η Θάτσερ και το μαγνητόφωνο

Ο Ανδρέας Παπανδρέου με την Μάργκαρετ Θάτσερ Είναι πολύ ωραίες οι περιγραφές της σχέσης του Ανδρέα Παπανδρέου με τη Θάτσερ. Ο Ανδρέας αποτελούσε για εκείνη τη συμπύκνωση σε ένα πρόσωπο όλων των ιδιοτήτων που απεχθανόταν και καταδίκαζε στη ζωή της. Την εκνεύριζε όχι μόνον η πολιτική του συμπεριφορά αλλά και η προσωπική του.
Τον θεωρούσε μαρξιστή, αμφιβόλου πολιτικής και προσωπικής ηθικής και εν πάση περιπτώσει ουδεμία σχέση έχοντα με τη βρετανική αντίληψη περί ανθρωπίνων σχέσεων.
Σε κάποια ευρωπαϊκή σύνοδο η Θάτσερ είχε εκνευριστεί από τη συζήτηση και, θέλοντας να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση που δεν τη συνέφερε, στράφηκε προς τον Ανδρέα Παπανδρέου. «“Ανδρέα, μην ετοιμάζεσαι να χρησιμοποιήσεις αυτό το μαγνητόφωνο. Σε έχω δει να μαγνητοφωνείς τις συνεδριάσεις, αλλά εδώ είμαστε μόνοι μας με τους υπουργούς Εξωτερικών και οι συζητήσεις είναι απόρρητες”.
“Ποιο μαγνητόφωνο; ” είπε ο Παπανδρέου κατάπληκτος.
“Αυτό που έχεις σ΄ αυτό το δερμάτινο τσαντάκι που παίρνεις πάντα μαζί σου” του είπε η Θάτσερ, δείχνοντας μπροστά στο πιάτο του Παπανδρέου ένα δερμάτινο τσαντάκι το οποίο περιείχε δύο πίπες, όργανα καθαρισμού και μια ποσότητα καπνού.
O Ανδρέας άνοιξε το τσαντάκι, έδειξε το περιεχόμενο εις τη μαινόμενη Θάτσερ και της είπε:“Μάργκαρετ, δεν είναι αυτό μαγνητόφωνο και επιπλέον μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι τα έχω αγοράσει στο Λονδίνο και οι πίπες και το τσαντάκι και ο καπνός είναι Dunhill”».

Το ραντεβού και η αφέλεια του «νέου»
Μια φορά η Θάτσερ για να απαξιώσει τον Ανδρέα κατά τη διάρκεια της βρετανικής προεδρίας είχε επισκεφθεί αυτοπροσώπως τις οκτώ πρωτεύουσες, όλες δηλαδή τις υπόλοιπες χώρες εκτός της Αθήνας. Ο Ανδρέας έγινε «Τούρκος» και αποφάσισε να κάνει ειδική συνέντευξη Τύπου στο Λονδίνο για να καταγγείλει τη συμπεριφορά της. Η Θάτσερ άλλαξε γνώμη και για να τα μπαλώσει τον κάλεσε προσωπικά σε μπρέκφαστ στην πρωθυπουργική κατοικία, τη γνωστή «10 Ντάουνινγκ Στριτ».
Η ώρα περνούσε και ο Ανδρέας αργούσε να φανεί.
Ο Πάγκαλος ξύπνησε τον σύμβουλό του Μαχαιρίτσα ρωτώντας τον πού είναι ο πρόεδρος. «Στον τρίτο όροφο» του απάντησε αυτός. Πράγματι, ο Ανδρέας βρέθηκε και στις αιτιάσεις του Πάγκαλου απάντησε: «Εγώ την περίμενα έξι μήνες, ας περιμένει κι αυτή ένα τέταρτο». Του Πάγκαλου όμως του είχε μείνει η απορία τι έκανε στον τρίτο όροφο ο Ανδρέας.

«Αφού αποχώρησε ο Παπανδρέου, ρώτησα τον Μαχαιρίτσα τι είναι στο τρίτο πάτωμα που μπορούσε να επισκέπτεται ο πρόεδρος τόσο νωρίς το πρωί.
O Μαχαιρίτσας με κοίταξε με ένα περιπαικτικό ύφος και μου είπε:“Μα καλά, είσαι τελείως αφελής, δεν καταλαβαίνεις ότι πέρασε τη νύχτα αλλού και όχι στο δωμάτιό του;”.
“Πού δηλαδή; ” συνέχισα εγώ, που δεν έπαιρνα χαμπάρι.“Ε! Τι να σου πω” μου απάντησε ο Μαχαιρίτσας, “αφού δεν καταλαβαίνεις, καλύτερα ας το σταματήσουμε εδώ το θέμα”. “Χρήστο”, του είπα, “θέλω να μάθω ποιος είναι στον τρίτο όροφο που μπορεί να καταφέρει τον Παπανδρέου να περάσει ένα ολόκληρο βράδυ εκεί”.
Ο Μαχαιρίτσας αναγκάστηκε να μου πει ότι στο τρίτο πάτωμα έμενε το πλήρωμα της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Ετσι έγινα μάρτυρας για πρώτη φορά μιας εξωσυζυγικής περιπέτειας του Ανδρέα με τη γνωστή σε μένα αεροσυνοδό της ΟΑ κυρία Δήμητρα Λιάνη».
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ απο ΤΟ ΒΗΜΑ της Παρασκευής 17 Δεκ. 2010

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Μαρτης του 1945, και οι Γερμανοί αμετακίνητοι στα Χανιά. Γιατί;


«Εδειξαν αχαρακτήριστη προθυμία στον κατακτητή»
Γράφει ο Μανώλης Πιμπλής στα ΝΕΑ του Σαββάτου 9 Οκτ. 2010.
Από τη θρυλική Μάχη της Κρήτης μέχρι την απρόσμενη παράταση της γερμανικής κατοχής στα Χανιά και πέραν του ΄44, το νέο μυθιστόρημα-ψηφιδωτό της Μάρως Δούκα, με φόντο ιστορίες ηρωισμού αλλά και έναν εμφύλιο-ταμπού, ανασυγκροτεί το παζλ μιας μυθικής, όσο και δυσερμήνευτης περιόδου
Ενας βρετανός αξιωματικός που ντυνόταν γυναίκα για να μπορεί να βλέπει τον αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας, Γερμανοί που άλλοτε εξολοθρεύουν τα πάντα στο πέρασμά τους και άλλοτε αμνηστεύουν, ένα κλιμάκιο της αμερικανικής 0SS που φθάνει από τη Μέση Ανατολή ζητώντας να δει τους ΕΑΜίτες χωρίς την παρουσία Βρετανών τους οποίους δεν εμπιστεύεται και η απόπειρα των Βρετανών να σκοτώσουν τους Αμερικανούς κατά την αποχώρησή τους! Ανάμεσα σε όλα αυτά, ο ανυπότακτος βενιζελικός, ένας τύπος αντιστασιακού που με τον ηρωισμό και τις αδυναμίες του διαφοροποιεί πολύ τον κρητικό αγώνα από τον αγώνα σε άλλες γωνιές της χώρας. Επίσης τα Χανιά του Σοφοκλή Βενιζέλου και του ήδη δραστήριου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τα μέλη του ΕΑΜ και τα μέλη της ΕΟΚ, δύο αντιστασιακών οργανώσεων με κοινές σε μεγάλο βαθμό βενιζελικές καταβολές που κατ΄ αρχήν συνεργάστηκαν αλλά στη συνέχεια συγκρούστηκαν. Αλλά και δύο πρόσωπα που γίνονται μύθος: ένας κομμουνιστής που εκτελέστηκε και ένας λοχαγός που δολοφονήθηκε- και οι δύο αυτοί αντιστασιακοί χάθηκαν το καλοκαίρι του 1944.

Ετσι η Μάρω Δούκα περιγράφει στο καινούργιο της μυθιστόρημα την κατάσταση στα Χανιά το φθινόπωρο του 1944. Τον Οκτώβριο οι Γερμανοί έφευγαν από παντού, στα Χανιά όμως, τελευταία γερμανοκρατούμενη γωνιά της Ελλάδας, έμειναν μέχρι την άνοιξη του 1945! Ηταν η χαρά των κατασκόπων που θα μπορούσε να δώσει έναυσμα για ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα του είδους. Ωστόσο η Δούκα κάνει κάτι πολύ πιο δύσκολο: ανατέμνει όλη τη δύσκολη ιστορία της Κατοχής στην περιοχή των Χανίων, ρίχνοντας φως σε έναν εμφύλιο- ταμπού (που αλλοιώνει την εικόνα της βενιζελικής Κρήτης) και στον διχαστικό ρόλο των Βρετανών. Βασισμένη σε μεγάλη έρευνα γραπτών πηγών και πατώντας σε ιστορικά ντοκουμέντα, ανιχνεύει ηρωισμούς αλλά και σκοπιμότητες, φιλίες και μικρότητες, σε ένα πολιτικό ψηφιδωτό στο οποίο δρουν πολλοί πρωταγωνιστές χωρίς, πάντα, ξεκάθαρους ρόλους.

Το ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί σε τέτοιες περιπτώσεις σηκώνει προφανώς μεγάλη κουβέντα, εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ. Η Δούκα όμως, με ηρωίδα της μια σημερινή φοιτήτρια που βρήκε ένα συνταρακτικό ημερολόγιο του παππού της, προσπαθεί να βγάλει άκρη με όλα αυτά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ακραιφνούς βενιζελικού Παύλου Γύπαρη, με τη μεγάλη πολεμική εμπειρία, που κατέληξε να κυνηγάει κομμουνιστές:

«Ανοιξη του 1944», γράφει η Μάρω Δούκα με βάση βιογραφία του Γύπαρη, «κάλεσαν τον Παύλο Γύπαρη στο Αγγλικό Στρατηγείο και του ανακοίνωσαν ότι πρέπει να φύγει για την Κρήτη, να ετοιμάσει με τη βοήθεια των αγγλικών υπηρεσιών την απελευθέρωσή της. Οταν έφθασαν με το υποβρύχιο κοντά στα παράλια της Νότιας Κρήτης, τον κάλεσε ο πλοίαρχος. “Θα οργανώσεις ομάδες σε όλο το νησί”, του είπε, “θα έχεις στη διάθεσή σου όσα όπλα χρειαστούν για τον εξοπλισμό τους και όσα χρήματα απαιτούνται για τη συντήρησή τους. Και όταν θα λάβεις την εντολή, θα προκαλέσεις και θα δημιουργήσεις συμπλοκές με τις ΕΛΑΣίτικες ομάδες για να μας δώσεις λαβή να επέμβουμε, να συντρίψουμε τον ΕΛΑΣ και να κρατήσουμε την Κρήτη στην αγγλική επιρροή”. Και τότε ο Γύπαρης είπε: “Εγώ δεν πρόκειται να αντικαταστήσω τους κατακτητές της πατρίδας μου με νέους κατακτητές, αρνούμαι”. Ετσι το υποβρύχιο επέστρεψε χωρίς να αποβιβαστεί ο Γύπαρης στο νησί». Γενάρη του 1945 όμως, προσθέτει η Δούκα, όταν θα έχουν τόσα και τόσα μεσολαβήσει- ανάμεσά τους και τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα- ο καπετάν Γύπαρης «δεν θα διστάσει “να αντικαταστήσει τους κατακτητές της πατρίδας του με νέους κατακτητές”».

Ωστόσο, γράφοντας ένα μυθιστόρημα με ιστορική υφή δεν σημαίνει ότι η Δούκα γράφει Ιστορία. «Πρόθεσή μου» λέει στο Βιβλιοδρόμιο «ήταν να ανασύρω τα υπάρχοντα ήδη στοιχεία- ψηφίδες και να τα ανασυνθέσω μυθοπλαστικά σχηματίζοντας το παζλ της εποχής, προκειμένου να αναδείξω την παραβίαση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε συμμάχους και εχθρούς, φίλους και ιδεολογικούς αντιπάλους».Πράγμα καθόλου εύκολο, αν υπολογίσει κανείς ότι υπήρξαν εκεί υπόγειες επαφές ανάμεσα σε όλα σχεδόν τα δρώντα μέρηΓερμανούς, Αγγλους, κομμουνιστές, μέλη του ΕΑΜ και της ΕΟΚ-, κάτι που οδήγησε ακόμη και «σεσημασμένους» συνεργάτες των Γερμανών, που αποδεδειγμένα είχαν οδηγήσει στο θάνατο μεγάλο αριθμό αντιστασιακών, να διεκδικήσουν ρόλο αντιστασιακού ή, τουλάχιστον, συνομιλητή των Άγγλων.

Στο βιβλίο παρουσιάζετε δύο σημαντικά έγγραφα που δεν είναι γνωστά, ενδεχομένως ούτε στους ιστορικούς. Στο ένα ο Παύλος Γύπαρης γράφει σε επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο (στις 16/4/1945): «Σεβασμιώτατε.Αι πληροφορίαι ας μου εδώκατε προχθές προφορικώς και συγκεκριμένως διά τους Γερμανούς Δ/τάς, ότι των εγεννήθη η σκέψις διά να έλθω εις τα Χανιά με την ελπίδα ότι εγώ θα ημπορούσα να επιβάλω την τάξιν εις τους αναρχικούς κ.λπ. ομολογώ ότι δεν με άφισε ασυγκίνητον».Τι ακριβώς συνέβαινε το 1945 στα Χανιά;Και πώς μπορεί ένας πολεμικός ήρωας να συνδιαλέγεται με τους Γερμανούς, και μάλιστα ήδη ηττημένους;

Ας τα πάρουμε με τη σειρά: περί τα τέλη Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί αρχίζουν σταδιακά να εκκενώνουν «ανενόχλητοι» τους άλλους νομούς της Κρήτης και να συγκεντρώνονται στα Χανιά. Μέρος των στρατευμάτων τους μεταφέρεται στην ηπειρωτική Ελλάδα από το αεροδρόμιο του Μάλεμε. Οι υπόλοιποι, κατά την επίσημη εκδοχή, αποκλείστηκαν στην πόλη και την ενδοχώρα της. Από ποιους αποκλείστηκαν και γιατί;
Αρχές Οκτωβρίου του 1944 η Αθήνα πανηγυρίζει για την απελευθέρωσή της, το ίδιο και η υπόλοιπη Ελλάδα. Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά. Μπαίνει το 1945 και οι Γερμανοί βρίσκονται αμετακίνητοι στα Χανιά. Γιατί;
Συνθηκολογεί αρχές Μαΐου του 1945 επισήμως η Γερμανία, ο γερμανός διοικητής της «Οχυράς Θέσεως Κρήτης», Χανς Μπέντακ, μεταφέρεται αεροπορικώς στο Ηράκλειο και υπογράφει την παράδοσή του στους Βρετανούς. Επιστρέφει αμέσως στα Χανιά εξουσιοδοτημένος για την τήρηση της τάξης στην πόλη έως και τα τέλη Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Γιατί;

Και ο Παύλος Γύπαρης; Μακεδονομάχος, πολέμησε στους Βαλκανικούς σε διάφορα μέτωπα. Από το 1916 προσκολλήθηκε «ευλαβικά» στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Εγινε γνωστός στο πανελλήνιο με την υπόθεση δολοφονίας του Ιωνα Δραγούμη. Ελαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Κατέφυγε με πολλούς άλλους στη Μέση Ανατολή, όπου παρέμεινε έως το 1944. Αρχές του 1945 επιστρέφει με μυστική αποστολή στο νησί. Ποια ήταν η «αποστολή»; Ποιοι κρύβονταν πίσω του; Το άλλο έγγραφο είναι μια προκήρυξη του Σεπτεμβρίου 1941. Την έχει συντάξει μία «Επιτροπή του Λαού του Νομού Χανίων» που ζητάει από τους Χανιώτες, ούτε λίγο ούτε πολύ, να παραδώσουν τα όπλα τους, όπως το ήθελαν οι Γερμανοί, προκειμένου να αποφύγουν «τον κίνδυνον παρατάσεως της ανωμαλίας της ζωής της Νήσου και νέας ασκόπους αιματοχυσίας». Την «Επιτροπή του Λαού» αποτελούν ο Αρχιεπίσκοπος Αγαθάγγελος, ο δήμαρχος Νίκος Σκουλάς, ανώτεροι δικαστικοί, ένας βιομήχανος, στελέχη τραπεζών, δικηγόροι (ανάμεσά τους οι Κυριάκος Μητσοτάκης, Μιχαήλ Παπαγιαννάκης),γιατροί,κτηματίες. Τι ακριβώς επεδίωκαν και σε ποιο πλαίσιο;
Η μία εκδοχή που δεν αποσιωπάται στο βιβλίο είναι ότι όλοι αυτοί, αυτόκλητοι ταγοί της πόλης, από αγάπη και έγνοια για την πολύπαθη νήσο αλλά και από μια ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, επεδίωκαν απλώς την ειρήνευση με τους Γερμανούς προκειμένου να ανασάνει ο τόπος, να ξαναμπεί σε μια σειρά η ζωή. Η άλλη εκδοχή είναι ότι από ηθική τουλάχιστον άποψη η ρητορεία και η επιχειρηματολογία της επιστολής επιδεικνύει αχαρακτήριστη προθυμία στον κατακτητή- εισβολέα. Και αυτή ακριβώς η προθυμία θα κινδυνεύσει πολλές φορές στο άμεσο μέλλον να εκπέσει σε σύμπραξη και συνενοχή.







Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Τα μετεμφυλιακά χρόνια, χαρακτηριστικά στιγμιότυπα.


Από το βιβλίο ΜΕΤΑ τον ΕΜΦΥΛΙΟ, η ΑΝΟΔΟΣ του ΠΑΠΑΓΟΥ στην ΕΞΟΥΣΙΑ (του Σόλωνα Γρηγοριάδη) από την βιβλιοθήκη του ΒΗΜΑΤΟΣ, προσφορά του ΒΗΜΑΤΟΣ στους αναγνώστες του, μια Κυριακή του Αυγούστου 2010.

Το βασιλικό ζεύγος διαδραμάτισε έντονο πολιτικό ρόλο τόσο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όσο και μετά το τέλος του
ΠΑΥΛΟΣ Α’. Βασιλιάς των Ελλήνων το 1947-1964. Δευτερότοκος γιος του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ανήλθε στο θρόνο την 1η Απριλίου του 1947, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος μαινόταν στην Ελλάδα, και έγινε ο άξονας των «αντεπαναστατικών» δυνάμεων. Μετά τον πόλεμο θέλησε να παίξει ουσιαστικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας, παρακινούμενος από τη φιλόδοξη και πολυπράγμονα Γερμανίδα σύζυγό του βασίλισσα Φρειδερίκη. Το 1950-1951 ήρθε σε σύγκρουση με το στρατάρχη Παπάγο που προωθούνταν προς την εξουσία, αλλά συμβιβάστηκε μαζί του το 1952 και δεν αντέδρασε στην εκλογική του νίκη τον Νοέμβριο του 1952.
Μετά το θάνατο του Παπάγου (Οκτώβριος 1955) ανέθεσε την κυβέρνηση στον τότε υπουργό δημοσίων έργων Κ. Καραμανλή, παραμερίζοντας απότομα κάθε άλλο υποψήφιο. Ο Κ. Καραμανλής συσπείρωσε τις δυνάμεις της δεξιάς και αρχικά συνεργάστηκε στενά με το βασιλικό ζεύγος. Αλλά ήρθε αργότερα σε ψυχρότητα με τη βασίλισσα Φρειδερίκη και όταν ο αγώνας της αντιπολίτευσης δυνάμωσε, ο Παύλος βρήκε τρόπο να απαλλαγεί από αυτόν.
Στράφηκε τότε προς την παράταξη του Κέντρου, και μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Γεώργιο Παπανδρέου που το κόμμα της Ε.Κ. πλειοψήφισε. Μετά την άρνηση του Παπανδρέου να στηριχθεί στις ψήφους της ΕΔΑ στην Βουλή, στις νέες εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου σημείωσε εκλογικό θρίαμβο (53%) …
Ο Παύλος πέθανε στις αρχές του 1964.
Το όνομα του αμερικανού πρέσβη Πιουριφόι έγινε συνώνυμο της ωμής ξένης επέμβασης στα ελληνικά πράγματα. Εδώ εξερχόμενος από συνάντησή του με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, τον οποίο επισκέφτηκε φορώντας κοντομάνικο μπλουζάκι...
Κυβέρνηση Πλαστήρα το Κέντρο υπήρξε εξίσου σκληρό, αν όχι σκληρότερο από τη Δεξιά στον μετεμφυλιακό αγώνα εναντίον του κομμουνισμού.
Νικόλαος Πλαστήρας
Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός (1883-1953) Πήρε μέρος στους πολέμους της δεκαετίας 1912-1922 και με τη μικρασιατική καταστροφή (1922) ηγήθηκε στη βενιζελική επανάσταση που εκθρόνισε το βασιλιά Κωνσταντίνο και εκτέλεσε τους Έξι. Το 1924 παρέδωσε την εξουσία στη Δ Συντακτική Συνέλευση.
Παίζοντας παρασκηνιακό πολιτικό ρόλο και έχοντας σαν γνώμονα την αβασίλευτη δημοκρατία, έκανε στις 6 Μαρτίου 1933 εφήμερο κίνημα ύστερα από επικράτηση των αντιβενιζελικών στις εκλογές.
Διέφυγε στη Γαλλία, αλλά επανεμφανίστηκε το 1945, όταν έληγε η μάχη των Δεκεμβριανών. Ανέλαβε την πρωθυπουργία ως δεδηλωμένος κατά της Αριστεράς. Αλλά μετά τη λήξη του εμφυλίου, από το 1950, αναδείχτηκε σε πολιτικό αρχηγό (επικεφαλής του κόμματος της ΕΠΕΚ) του προοδευτικού κέντρου, που επεδίωκε την πολιτική ισοτιμία της ηττημένης αριστεράς.
Ανέλαβε την πρωθυπουργός το 1950-1951 και το 1952 και πέθανε το 1953.
Κυβέρνηση Παπάγου, ο πρωθυπουργός, στρατάρχης με τη στολή του...
Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα κατά την επιστροφή του από την Κορέα, όπου η Ελλάδα, πρόσφατο μέλος του νεαρού τότε ΝΑΤΟ, πολέμησε στο πλευρό των Αμερικανών, υποδέχεται πλήθος κόσμου στον Πειραιά.
Το βασιλικό ζεύγος παρασημοφορεί μέλη του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Κορέα.


Στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου, η προσέγγιση Ελλάδος – Τουρκίας ενδιέφερε πολύ τις ΗΠΑ από την εποχή των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων. Εδώ ο Τούρκος πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές αποχαιρετά τον Αλέξανδρο Παπάγο.
Ο απόστρατος συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, μία από τις πιο καθοριστικές μορφές του αγώνα στην Κύπρο…

Ο Παπάγος με τον Μακάριο. Η έγερση κυπριακού ζητήματος στον ΟΗΕ με στόχο την Αγγλία από τον πρώτο, με ώθηση του δεύτερου, και ο τρόπος με τον οποίο αυτή έγινε, υπήρξε, κατά κοινή ομολογία, ένα από τα κορυφαία σφάλματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής του 20ου αιώνα.Ο αρχιτέκτονας της οικονομικής πολιτικής του Παπάγου και ουσιαστικός «σκιώδης» πρωθυπουργός της χώρας μέχρι την αποχώρησή του από το Συναγερμό, Σπύρος Μαρκεζίνης (αργότερα ο δοτός πρωθυπουργός του Παπαδόπουλου της απριλιανής δικτατορίας. Εδώ, επισκέπτεται βιομηχανική μονάδα στην Ιταλία.
Ο υπουργός Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως Παυσανίας Λυκουρέζος κατεβαίνει σε κρύπτη σπιτιού, στο υπόγειο του οποίου τυπώνονταν παράνομα ο «Ριζοσπάστης»

Η δίκη Μπελογιάννη υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές πολιτικές δίκες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, στην οποία το δρόμο του Εμφυλίου Πολέμου ουσιαστικά συνεχιζόταν μεταλλαγμένο σε άλλες μορφές σύγκρουσης…




Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ
Οπωσδήποτε κρατικός και παρακρατικός μηχανισμός είχαν ως μόνιμη μέριμνα τον περιορισμό της δράσης της ΕΔΑ. Ταυτόχρονα συνεχιζόταν η αμείλικτη σκληρότητα του καθεστώτος στην επίθεσή του κατά του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Και μία από τις πρώτες φροντίδες του ήταν η εκκαθάριση της «υπόθεσης Πλουμπίδη».
Αφότου ο βετεράνος αυτός κομμουνιστής εμφανίστηκε στο προσκήνιο με τη δραματική του προσφορά να προέλθει και να δικαστεί σαν υπεύθυνος του παράνομου μηχανισμού (14 Μαρτίου 1952) η Αστυνομία είχε κινητοποιήσει το δικό της μηχανισμό για να τον ανακαλύψει. Ίσως το ανθρωποκυνηγητό εκείνο να ήταν προσποιητό. Ίσως να τον παρακολουθούσε από καιρό και να ανέμενε απλώς την κατάλληλη στιγμή για να τον συλλάβει και να τον εμφανίσει. Πάντως λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης του Συναγερμού στις 25 Νοεμβρίου του 1952, αναγγέλθηκε ότι έπεσε στα χέρια της.
Συνελήφθη στην οδό Πρεβέζης 24. Την επομένη, γενική έκπληξη προκάλεσε μια απροσδόκητη εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα».
…Η ΚΕ του ΚΚΕ ανακοινώνει ότι ο Ν. Πλουμπίδης ή Μπάρμπας είναι από εικοσιεπταετίας πράκτορας της Ασφάλειας μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ, συνεργάτης του Σιάντου. … Από τις μεγάλες προδοσίες του είναι ότι παρέδωσε στην Ασφάλεια και στο δήμιο τον λαϊκό ήρωα Ν. Μπελογιάννη… Η αμερικάνικη κατασκοπεία και η μοναρχοφασιστική ασφάλεια τώρα που κατάλαβαν ότι ο πράκτορας τους ξεσκεπάζεται, σκηνοθέτησαν τη νέα σύλληψη του Πλουμπίδη για να τον καλύψουν.


Ήδη το γράμμα του Πλουμπίδη για τον Μπελογιάννη το ΚΚΕ το χαρακτήρισε πλαστό. Τώρα με την καταφανή καταγγελία και αποκήρυξη του τον παρέδιδε στη μήνη των οπαδών του. Και άρχιζε να παίζεται αρχαία τραγωδία με κεντρικό ήρωα τον άνθρωπο αυτό, που έμελλε να αποδείξει ολύμπια πίστη στις ιδέες του και στην παράταξή του.
Όταν του επέδειξαν τις εφημερίδες με τον αφορισμό του, αρκέστηκε να πει ψύχραιμα: «Το κόμμα κάνει λάθος. Είμαι λευκός, αλλά πειθαρχώ πάντα στο κόμμα μου και στον αρχηγό του».
Η δίκη του άρχισε στις 24 Ιουλίου 1953, με συγκατηγορούμενη ερήμην την ηγεσία του ΚΚΕ, με την ίδια κατηγορία που βάραινε τον Ν. Μπελογιάννη, ασύρματοι, κατασκοπία, παράβαση του Α.Ν. 375. Στο δικαστήριο εμφανίστηκε θαλερός, παρά την προχωρημένη του φυματίωση, άψογα ντυμένος, ήρεμος, και προκλητικός. Και στο ακροατήριο ήταν ένας γέρος με ένα παιδάκι: ο πατέρας του και ο γιός του. Τρεις γενιές που συναντήθηκαν ύστερα από χρόνια – ο γιός του πρώτη φορά τον έβλεπε-κάτω από τη σκιά του θανάτου.
Κανείς δεν αμφέβαλλε πια τι τύχη τον περίμενε. Ούτε ο ίδιος. Στάθηκε όμως άτρομος ως το τέλος, ενώ ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» συνέχιζε να τον κατηγορεί, αλλά μάταια περίμεναν να αντιδράσει, να υπερασπιστεί τον εαυτό του, και – προπαντός- να αντεπιτεθεί. Όπως ο Μπελογιάννης, κάθε μέρα προσερχόταν στην αίθουσα του τακτικού στρατοδικείου με ένα γαρίφαλο. Και όταν κάποτε ο πρόεδρος αντισυνταγματάρχης Τζαβέλλας του είπε:
«Γνωρίζεις ότι προ ολίγων ωρών ο Ζαχαριάδης και πάλιν σε κατηγόρησε ότι εσύ πρόδωσες τον Μπελογιάννη;»
Εκείνος τινάχτηκε πάνω και με το χέρι του που κρατούσε το γαρίφαλο τεντωμένο φώναξε:
«Ο Ζαχαριάδης είναι ο αρχηγός του κόμματός μου. Για να με αποκαλεί «χαφιέ» έχει τους λόγους του. Εγώ δεν δικαιούμαι να τον κρίνω. Μόνο σε συνέδριο του κόμματος μπορώ να ζητήσω διευκρίνιση επί της κατηγορίας. Στο μεταξύ σιωπώ και πειθαρχώ στον αρχηγό μου».
Στις 3 Αυγούστου 1953 εκδόθηκε η απόφαση δις εις θάνατον. Την ίδια ημέρα ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΚΚΕ μετέδωσε:
…ο χαφιές Πλουμπίδης καταδικα΄στηκε δήθεν σε θάνατο. Είναι όλα σκηνοθεσία, Σε λίγο η γενική ασφάλεια θα φυγαδεύσει τον άνθρωπό της λέγοντας ότι δραπέτευσε και ούτε γάτος ούτε ζημιά…
Ένα χρόνο και δέκα ημέρες μετά την καταδίκη του, αφού στο μεταξύ καμιά ενέργεια δεν έγινε από το ΚΚΕ για να σωθεί, ο Πλουμπίδης οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα, σε μια τοποθεσία στο Δαφνί. Ήταν χαραυγή της 13ης Αυγούστου 1954. Αλλά την άλλη μέρα ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα», επαναλαμβάνοντας τις κατηγορίες εναντίον του, ισχυρίστηκε ότι ο τουφεκισμός του ήταν εικονικός και ότι ο Πλουμπίδης είχε φυγαδευθεί.


Δύο φωτογραφίες του Νίκου Ζαχαριάδη, του καθοριστικότερου προσώπου του Εμφυλίου Πολέμου, η πρώτη το 1956 και η δεύτερη δέκα χρόνια μετά, το 1966, έπειτα από την απεργία πείνας που είχε κηρύξει εκτοπισμένος από τους Σοβιετικούς στη Σιβηρία.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ Έλληνας κομμουνιστής ηγέτης (1903-1973), ο τραγικός ηγέτης του ΚΚΕ στον πολυαίμακτο εμφύλιο. Σπούδασε στη Μόσχα και στάλθηκε το 1931 στην Ελλάδα από τη Γ Διεθνή για να αναλάβει τη γενική γραμματεία του ΚΚΕ.
Χάραξε καινούρια γραμμή σε πολλά σημεία της θεωρίας και πολιτικής του κόμματος. Το 1936 συνελήφθη από τις δικτατορικές αρχές της 4ης Αυγούστου και κλείστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας. Από εκεί, μόλις έγινε η ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940, απηύθυνε επιστολή προς όλους τους Έλληνες κομμουνιστές παροτρύνοντάς τους να αγωνιστούν κατά των Ιταλών υπό την διεύθυνση της κυβέρνησης Μεταξά. Με την κατοχή, οι ελληνικές αρχές τον παρέδωσαν στους Γερμανούς, που τον έκλεισαν στο στρατόπεδο του Νταχάου ως το τέλος του πολέμου.
Γύρισε στην Ελλάδα το 1945 και ανέλαβε πάλι την αρχηγία του ΚΚΕ και όλης της αριστεράς. Τάχθηκε υπέρ του ένοπλου αγώνα κατά του καθεστώτος, αλλά έπειτα από πολλές ταλαντεύσεις.
Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-1949) εφάρμοσε τακτική μεγάλων συγκεντρωτικών επιθέσεων και μετέτρεψε τις αντάρτικες δυνάμεις σε είδος τακτικού στρατού. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο εξακολούθησε να κατέχει την αρχηγία του κόμματος, μέσα όμως σε ογκούμενη δυσφορία που εκδήλωνε εναντίον του μεγάλο μέρος των στελεχών και ενώ ο Μάρκος Βαφειάδης τον κατήγγειλε στις σοβιετικές αρχές σαν προβοκάτορα που οδήγησε εσκεμμένα το κόμμα και τους αντάρτες στην καταστροφή.
Έπειτα από πολλαπλές συγκρούσεις μεταξύ οπαδών και εχθρών του Ζαχαριάδη που κατέληξαν σε αιματηρές ταραχές στην Τασκένδη (καλοκαίρι του 1955) επενέβη μια διεθνής επιτροπή από εκπροσώπους των κομμουνιστικών κομμάτων της ανατολικής Ευρώπης (που είχαν καταφύγει οι μαχητές του ΔΣΕ). Η επιτροπή συγκάλεσε την 6η ολομέλεια της ΚΕ (1956), που καθαίρεσε τον Ζαχαριάδη από την αρχηγία.
Η 7η ολομέλεια (1957) τον διέγραψε τελείως από το κόμμα. Απομονώθηκε και εργάστηκε ως υπάλληλος σε ένα αγρόκτημα έξω από τη Μόσχα.
Το 1966 ζήτησε να έρθει στην Ελλάδα και να δικαστεί από τις ελληνικές αρχές.
Στάλθηκε τότε εξορία στη Σιβηρία, όπου και πέθανε τον Αύγουστο του 1973.
Οι εναντίον του κατηγορίες ότι ήταν «προβοκάτορας» κατέπεσαν, αλλά η καθαίρεσή του αιτιολογήθηκε με σφάλματα στη διεξαγωγή του εμφυλίου και με παραβιάσεις της νομιμότητας σε βάρος μελών του ΚΚΕ.


Για τους βασιλείς, η Ιστορία επιφύλασσε μια πικρή ειρωνεία, την οποία πάντως ο βασιλιάς Παύλος δεν πρόλαβε να ζήσει, καθώς πέθανε το 1964. Περίπου 20 χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, ο γιος και διάδοχός του Κωνσταντίνος και η χήρα του Φρειδερίκη διώχτηκαν από την Ελλάδα όχι από τους ηττημένους εχθρούς τους της Αριστεράς, την οποία σκληρά πολέμησαν, αλλά από παλιούς «δικούς» τους, τους απριλιανούς δικτάτορες…. Έπεσαν εν πολέμω, αναφέρει η επιγραφή πίσω τους…

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Του χανε δέσει στο λαιμό θηλιά με συρματόσχοινο


Η κατεδάφιση του αγάλµατος του Εµβέρ Χότζα
Γράφει Τηλέµαχος Κώτσιας
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: στα ΝΕΑ Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Παντοδύναµος ηγέτης της Αλβανίας αµέσως µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο και για περισσότερα από 40 χρόνια, Γ.Γ. του (κοµµουνιστικού) Αλβανικού Κόµµατος Εργασίας από το 1943, ο Ενβέρ Χότζα ήταν ήδη πεθαµένος έξι χρόνια όταν ο ανδριάντας του, στην κεντρική πλατεία των Τιράνων, γκρεµίστηκε από το πλήθος. Εχοντας κλείσει τα ελληνοαλβανικά σύνορα από το 1945 και έχοντας διακόψει τις σχέσεις του µε τη Γιουγκοσλαβία (1948), µε την ΕΣΣΔ (1956), µε τα κράτη του Συµφώνου της Βαρσοβίας (1968) και µε τους «ρεβιζιονιστές του Πεκίνου» (1977), είχε αποµονώσει τη χώρα του και είχε εγκαθιδρύσει το πλέον σκληροπυρηνικό κοµµουνιστικό καθεστώς στην Ευρώπη, προχωρώντας σε ριζικές µεταρρυθµίσεις αλλά και σε εκτεταµένες εκκαθαρίσεις όσων θεωρούσε εχθρούς του. Βορειοηπειρώτης που µεγάλωσε ως αλβανός πολίτης και έχει σήµερα ελληνική υπηκοότητα, ο συγγραφέας Τηλέµαχος Κώτσιας, έχει αποτυπώσει στα βιβλία του την τραγική εµπλοκή πολλών Βορειοηπειρωτών µε το καθεστώς, όταν αφοσιώθηκαν στην οικοδόµηση του σοσιαλισµού και στη συνέχεια διώχθηκαν ανελέητα ως ρεβιζιονιστές µε το στίγµα του προδότη. Στο σηµερινό αφήγηµά του περιγράφει την εµβληµατική στιγµή κατά την οποία η Αλβανία στρέφει την πλάτη της στο παρελθόν και µπαίνει στη σκληρή περιπέτεια µιας πολύ δύσκολης ανοικοδόµησης.

Μετά την κηδεία περάσαµε από το σπίτι για καφέ. Η µέρα ήταν τόσο κουραστική και φορτισµένη που δεν έβλεπα την ώρα να πάω σπίτι µου να ηρεµήσω. Περνώντας µέσα από τα στενά δροµάκια της Πέπελης άκουσα ένα ελαφρύ σφύριγµα από το σπίτι του Φάνη και τη φωνή του που µε καλούσε να πάω από εκεί. Μετά βίας να τον διακρίνω ανάµεσα στις κρεβατίνες µε τα κλήµατα.

– Πώς και κρύβεσαι; τον ρώτησα αφού πέρασα µέσα στην αυλή.

Μου έκανε εντύπωση που δεν ήταν στην κηδεία του γείτονα. Κάτι τέτοιο στα χωριά της Δρόπολης ήταν ασυνήθιστο. Τον νεκρό τον συνοδεύει πάντα όλο το χωριό.

- Δεν είµαι εδώ, µου απάντησε µε τον δικό του αστείο τρόπο.

– Πού είσαι; – Στα Τίρανα. Καθήσαµε κάτω από την κρεβατίνα για να τα πούµε. Με ρώτησε αν ήθελα καφέ. Του είπα όχι, είχα πιει πολλούς στην κηδεία. Μόνο νερό ήθελα. Του εξέφρασα την απορία που απουσίαζε από κηδεία του γείτονα του µπαρµπα-Νίκου.

– Μόλις ήρθα από τα Τίρανα, µου είπε. Μισή ώρα έχω. Και δεν θέλω να µε δουν. – Πώς και πήγες στα Τίρανα έτσι ξαφνικά; τον ρώτησα απορώντας για όλη αυτή τη µυστικότητά του.

– Κάτσε να σου πω, µου λέει.

Εφερε το νερό, µε ξαναρώτησε αν ήθελα ρακί, του είπα όχι, γιατί είχα πιει στην κηδεία δυο τρία ξεροσφύρι, έλαβε θέση και άρχισε να εξιστορεί:

– Πάθαµε χουνέρι µεγάλο. Ολα άρχισαν από χθες. Τι µας έβαλε ο διάβολος µαζί µε τον Σταύρο και ξεφυλλίζαµε στη λέσχη του χωριού τα λιγοστά βιβλία της βιβλιοθήκης, µπας και βρούµε κανένα της προκοπής. Μόνο τα άπαντα του Ενβέρ Χότζα είχαν µείνει, τα άλλα τα είχαν κλέψει. «Να δεις που σε λίγους µήνες δεν θα µείνει τίποτα ούτε απ’ αυτά» µου λέει ο Σταύρος. «Αυτά δεν τα πιάνει κανείς στα χέρια» του λέω. «Δεν βλέπεις που γέµισαν σκόνες;» «Θα πάν’ για ανακύκλωση, θα δεις» µου λέει. «Ας τα δούµε για τελευταία φορά». Αρχίσαµε να τα χαζεύουµε. Καλοδεµένα, µε κόκκινο χοντρό εξώφυλλο! Βλέπαµε και τις φωτογραφίες του τρισκατάρατου στην πρώτη σελίδα. Εγχρωµες κι ωραίες. Βγάζω που λες µια πρόκα που είχα τυχαία στην τσέπη και του τρυπάω τα µάτια µε µίσος. Ο Σταύρος το ευχαριστήθηκε. Μου έφερνε όλους του τόµους, µου άνοιγε τα βιβλία κι εγώ έµπηγα την πρόκα. Μας είχε πιάσει µια µανία να τον εκδικηθούµε. Υστερα είπαµε να τις σκίσουµε. Εγινε ένα χοντρό µάτσο µε φωτογραφίες. Σαράντα και τόσοι τόµοι και δεν είχε φτάσει το έργο του ούτε στη µέση. Υπολόγισε να το τελείωναν. Στη συνέχεια σκεφτόµασταν τι να τις κάνουµε. Αν έβλεπαν τα βιβλία µε σκισµένη φωτογραφία, σίγουρα εµάς θα υποψιάζονταν. Δεν πάµε µια φορά στα Τίρανα, να δούµε τι γίνεται και από ‘κεί; Ηταν το πρώτο που σκεφτήκαµε. Θα είχαµε και άλλοθι. Εκεί θα τις διανείµουµε στους δρόµους. Πού θα µας έβρισκαν µέσα στην πολυκοσµία; Ξεκινήσαµε αµέσως µε οτοστόπ και κατά τα χαράµατα κοντεύαµε να φτάσουµε. Λίγο πριν να µπούµε στην πόλη, µας σταµατάει µπλόκο της Αστυνοµίας. Τα χρειαστήκαµε. Μας ζήτησαν τα στοιχεία και µας κατέβασαν. Μας πήραν στο αυτοκίνητό τους και ντουγρού για το φρέσκο. Μας έκαναν έλεγχο στην τσάντα, αλλά ευτυχώς δεν βρήκαν τις φωτογραφίες που τις είχα βάλει σε διπλό πάτο.

Μας πήραν σε ανακρίσεις. Μας ρωτούσαν γιατί ερχόµασταν στα Τίρανα. Ετσι, για βόλτα, απαντούσαµε. Μας ρωτούσαν αν έχουµε κάποιον συγγενή, τους είπαµε όχι. Αφού µας ρώτησαν αρκετές φορές και δεν βρήκαν άκρη, µας έµπασαν σε ένα µεγάλο κελί. Εκεί γινόταν συνωστισµός. Ούτε όρθιοι δεν χωρούσαµε. Εφερναν κι άλλους. Γέµισαν οι διάδροµοι. Δεν ξέραµε τι συνέβαινε. Μάθαµε ότι επρόκειτο να γίνει µεγάλη διαδήλωση στα Τίρανα. Κατάφταναν απ’ όλη την Αλβανία µε κάθε µέσο. Από τους πιο νέους µαθαίναµε καινούργια πράγµατα. Είχαν σταµατήσει τα τρένα, τα λεωφορεία, έκαναν µπλόκο στους δρόµους. Είχαν αποκλείσει την πρωτεύουσα για να µην έρθουν από την επαρχία. Μας ήρθε η καρδιά στον τόπο µε τον Σταύρο. Αλλος ήταν ο λόγος που µας σταµάτησαν. Με τον Σταύρο µιλούσαµε Ελληνικά για να µη µας καταλαβαίνουν οι άλλοι, αλλά εκεί µέσα ήταν όλα ελεύθερα. Αγνωστοι άνθρωποι έβριζαν το καθεστώς. Μας ρωτούσαν κι εµάς, αν η µειονότητα ήταν για την αλλαγή του καθεστώτος. «Και µας ρωτάτε;» λέγαµε εµείς. «Αµήν και πότε.» Μας έλεγαν ότι η Αλβανία θα αδειάσει, θα µείνει ο Ραµίζ Αλία µόνος του και στο τέλος θα φύγει και αυτός. Εσείς είστε τυχεροί, µας έλεγαν. Εχετε πού να πάτε. Φύγετε να γλιτώσετε. Μάλιστα προσπαθούσαν να µας πιάσουν φίλους για να φύγουµε µαζί στην Ελλάδα. Ακούγονταν απ’ έξω συναγερµοί της Αστυνοµίας. Σειρήνες. Υστερα από κάνα δυο ώρες άρχισαν να αδειάζουν το κρατητήριο. Μας φώναζαν να βγούµε στο προαύλιο κατά νοµό και να ανέβουµε στα φορτηγά. Οταν είπαν Τεπελένι, Αργυρόκαστρο, Αγιοι Σαράντα, βγήκαµε κι εµείς. Μας ανέβασαν σε µια νταλίκα σκεπασµένη, µας κλείδωσαν και ξεκινήσαµε. Ετσι που λες, επιστρέφαµε φιρί φιρί. Μας είδαν τα Τίρανα, δεν τα είδαµε.

– Και τώρα γιατί κρύβεσαι; τον ρωτάω.

– Θέλω να έχω άλλοθι. Να λέω ότι είµαι στα Τίρανα αν τελικά ανακαλύψουν τις σκισµένες φωτογραφίες. Αλλά το βλέπω, τζάµπα κρύβοµαι. Θα πάω βράδυ να συλλυπηθώ τον Λευτέρη για τον πατέρα του. Πάνω σ’ αυτά φώναξε από τον δρόµο ο Σταύρος και ο Φάνης πήγε να ανοίξει την αυλόπορτα.

– Τι κάθεστε έτσι σαν µουγγοί; φώναξε ο Σταύρος φουριόζος χωρίς να πει ούτε καλησπέρα. Ανοίξτε την τηλεόραση να δείτε τι γίνεται αυτή τη στιγµή στα Τίρανα. Γρήγορα!

Μπήκαµε µέσα και ανοίξαµε την τηλεόραση. Μια τεράστια αντικαθεστωτική διαδήλωση στην Πλατεία Σκεντέρµπεη. Λαοθάλασσα. Τη µετέδιδε το τηλεοπτικό κρατικό κανάλι. Ούτε που θα µπορούσε να φανταστεί κανείς πριν από δυο τρεις µήνες κάτι τέτοιο. Το ρεπορτάζ έδειχνε προηγούµενα πλάνα και στη συνέχεια σε απ’ ευθείας σύνδεση. Ο ρεπόρτερ φαινόταν ότι ανήκε στην αντιπολίτευση. Μιλούσε µε ενθουσιασµό σαν να µετέδιδε ποδοσφαιρικό αγώνα. Ο ανδριάντας του Ενβέρ Χότζα, θεόρατος και επιβλητικός µπροστά στο πλήθος, σαν τον Γολιάθ. Οι άνθρωποι, ενωµένοι όλοι µαζί, αψηφούσαν τον φόβο και βάδιζαν µπροστά. Η σκιά του ανδριάντα προκαλούσε δέος. Οι επικεφαλής του κινήµατος ανέβαιναν στο υπερυψωµένο βάθρο και µιλούσαν κατά της τυραννίας. «Αλβανικέ λαέ»! «Λαέ των Τιράνων»! Εψαλαν κά τραγούδια του καθεστώτος τώρα είχαν πάρει το εντελώς αντίθετο νόηµα. Προσωπικότητες των γραµµάτων και της τέχνης έπαιρναν τον λόγο µε τη σειρά. «Δηµοκρατία»! «Ελευθερία»! «Πολυκοµµατισµός»! Ελεγαν ότι η στιγµή αυτή σηµατοδοτούσε το τέλος µιας εποχής.

Κάποιος σκαρφάλωσε πάνω στον ανδριάντα και έριξε µια θηλιά από συρµατόσχοινο στον λαιµό. «Βοή λαού οργή Θεού». Το συρµατόσχοινο δέθηκε σε κάποιο όχηµα. Ακούστηκε το δυνατό γκάζι του οχήµατος και το τεζάρισµα του συρµατόσχοινου έκανε για αρκετά δευτερόλεπτα την ένταση να κορυφώνεται. Τη βοή διαδέχτηκε κάποια ηλεκτρισµένη σιωπή. Τι θα συνέβαινε; Ο ανδριάντας άρχισε να κουνιέται. Ωχ Θεέ µου, θα τον ρίξουν;
Και πού θα πάνε να κρυφτούν ύστερα; Από ποιο παράθυρο θα αρχίσουν να ξερνάν φωτιά τα πολυ βόλα; Πόσοι νεκροί θα ακολουθήσουν;
Υστερα από ένα αλησµόνητο τεντωµένο στην κυριολεξία λεπτό, ο τεράστιος ανδριάντας κουνήθηκε, ξεκόλλησε και ύστερα από δυο επάλληλες κινήσεις έπεσε µε κουρνιαχτό, προκαλώντας έξαλλα, παράφρονα ουρλιαχτά και µια πανικόβλητη χαρά.

Πεταχτήκαµε και οι τρεις από τις θέσεις µας ζητωκραυγάζοντας µε όλη µας τη φωνή. Η µικρή Ευτυχία που είχε καθήσει αθόρυβα δίπλα στον µπαµπά της και παρακολουθούσε αυτό το περίεργο µατς, πετάχτηκε και αυτή χτυπώντας τα παλαµάκια: «Γκοοολ!».

– Αυτό ήταν το καλύτερο γκολ, Ευτυχούλα µου, της είπε ο Σταύρος. Θα σου αλλάξει τη ζωή, να το θυµάσαι.

Εκείνη τον κοίταζε µε τα µάτια της να λάµπουν χωρίς να καταλαβαίνει το νόηµα απ’ αυτά τα λόγια.

Στη συνέχεια το όχηµα έσερνε τον κούφιο ανδριάντα σαν αναποδογυρισµένη βάρκα καθ’ όλη τη µεγάλη λεωφόρο που µαύριζε από κοσµοσυρροή.
Τον πέταξαν στο ποτάµι της Λιάνας που διασχίζει τα Τίρανα.
Πετροβολούσαν, ούρλιαζαν. Η στάθµη του νερού εκείνη τη µέρα σίγουρα αυξήθηκε από τα χιλιάδες κατουρήµατα πάνω στον ανδριάντα.

– Τώρα βάλε τσίπουρο, είπα στον Φάνη. Βάλε και µεζέ. Δεν τη γλιτώνεις.

– Εχω µια ιδέα, λέει ο Σταύρος. Να πάµε στον Γάκη Στόλη που είναι µόνος του στο σπίτι απόψε. Κι όταν είναι µόνος, πίνει και δεν ξέρει τι γίνεται στον κόσµο. Να του πούµε το συχαρίκι.

Ο Γάκης ήταν ένας θείος µας που είχε κάνει πολλά χρόνια φυλακή ως αντικαθεστωτικός και ζούσε περιορισµένα, αφού πολύ λίγοι του έκαναν παρέα. Φτάσαµε στην πόρτα του, του φωνάξαµε και µας άνοιξε λιγάκι ανήσυχος.

Οταν άκουσε τις χαρωπές φωνές µας, συνήλθε.

– Συχαρίκια! του λέει ο Φάνης. Ανοιξε την τηλεόραση να µάθεις τα νέα. Τι κάθεσαι!

– Τι γίνεται, βρε παιδιά, µας ρωτάει απορηµένος.

Πάντα φοβόταν τις κακές ειδήσεις.

Δεν του είπαµε τίποτα, ανάψαµε µόνο την τηλεόραση. Το ρεπορτάζ συνεχιζόταν µε τον απόηχο του γεγονότος. Εδινε σε πολλαπλή επανάληψη τη στιγµή της πτώσης του ανδριάντα. Ο Γάκης τα ‘χασε.

– Αντε, κέρασε, του είπε πειραχτικά ο Σταύρος.

Το πρόσωπο του Γάκη έλαµψε. Τον ξέραµε που δεν ήταν ικανός να εξυπηρετήσει. Απόψε έλλειπε και η γυναίκα και ένιωθε άβολα.

– Ελα να σου πω, λέει στον Φάνη.

Εδώ από κάτω από τη σκάλα είναι η νταµιτζάνα µε το ρακί. Πάρε µια καράφα από το σύνθετο και γέµισέ τη. Εδώ στο ντουλάπι κάπου πρέπει να είναι και το χωνί. Βάλε και ποτήρια. Εκεί είναι το καλάθι µε τα αυγά. Βγάλε και βράσε. Βγάλε και τυρί από το δοχείο εδώ. Εδώ στο καλάθι έχει και κάτι ντοµάτες. Κόψε κι ένα κρεµµύδι από την αρµάθα και κάνε και µια σαλάτα. Να πιω κι εγώ, γιατί βλέπεις ξεροσφύρι το πίνω. Πιάτα, πιρούνια, έχει εδώ. Εσύ, Σταύρο, στρώσε και το τραπέζι.

Δεν ήξερε πώς να χαρεί. Ηπιαµε που το φχαριστηθήκαµε. Υστερα ο Γάκης βαρέθηκε να ξαναβλέπει τις ίδιες εικόνες. Ηθελε να βάλει κλαρίνα αλλά δεν ήξερε πώς παίρνει µπρος το µαγνητόφωνο. Τα καταφέραµε, βρήκαµε και κασέτες. Κάποια στιγµή είπαµε να κατεβάσουµε τη φωνή για να µην προκαλέσουµε τους γείτονες που πενθούσαν.

– Καηµένε µπαρµπα-Νίκο, λέει ο Γάκης πάνω στην ευθυµία του, λάθος µέρα διάλεξες να πεθάνεις! Σηµαδιακή. Ποιος θα θυµηθεί να σε θρηνήσει!

Με το θέµα των φωτογραφιών δεν ασχολήθηκε κανείς. Σε λίγες µέρες επαληθεύτηκε η προφητεία του Σταύρου, κανένα βιβλίο από τα άπαντα του Εµβέρ Χότζα δεν υπήρχε πια στη λέσχη.

Οι συγχωριανοί δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν τον Φάνη και τον Σταύρο για την περιπέτειά τους µε την Αστυνοµία των Τιράνων. Τους ήθελαν να ήταν οι εκπρόσωποί τους στα Τίρανα.

Κανείς δεν τους πίστεψε ότι δεν ήταν εκεί ανάµεσα στα πλήθη. Οι δικαιολογίες τους και το άλλοθί τους έπεσαν στο κενό.

Υστερα από ένα αλησµόνητο λεπτό, ο τεράστιος ανδριάντας κουνήθηκε, ξεκόλλησε και ύστερα από δύο επάλληλες κινήσεις έπεσε µε κουρνιαχτό, προκαλώντας έξαλλα, παράφρονα ουρλιαχτά και µια πανικόβλητη χαρά
Το όχηµα έσερνε τον κούφιο ανδριάντα σαν αναποδογυρισµένη βάρκα καθ’ όλη τη µεγάλη λεωφόρο που µαύριζε από κοσµοσυρροή. Τον πέταξαν στο ποτάµι της Λιάνας που διασχίζει τα Τίρανα.
Πετροβολούσαν, ούρλιαζαν...

Ο Τηλέµαχος Κώτσιας είναι συγγραφέας και τα γνωστότερα βιβλία του είναι το «Εφτά παράθυρα», το «Τρεις γενιές Αµερικάνοι» και το επίκαιρο ιστορικό µυθιστόρηµα «Στην άλλη όχθη».

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Η επιστράτευση του 1974, μετά την εισβολή στην Κύπρο.


Ημουν κι εγώ εκεί
Η επιστράτευση μετά την εισβολή στην Κύπρο 1974
Γράφει ο Αλέξης Πανσέληνος
,
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: στα ΝΕΑ το Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Η κρίση του 1974 ήταν καταλυτική για το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας, αφού η επίσημη στρατιωτική ηγεσία διαπίστωσε ότι η πολιτική του Δ. Ιωαννίδη όχι μόνο δεν διέθετε την αμερικανική υποστήριξη αλλά δημιουργούσε και συνθήκες ελληνο-τουρκικού πολέμου. Ο Αλέξης Πανσέληνος ζωντανεύει τη μικροϊστορία εκείνων των ημερών του Ιουλίου, που οδήγησαν τελικά το χουντικό καθεστώς να προσκαλέσει τις προδικτατορικές αστικές πολιτικές δυνάμεις να σχηματίσουν κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στην Κύπρο ο Γρίβας και η ΕΟΚΑ έχουν δράσει τρομοκρατικά μετά το 1971 για να
αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου που είναι αγκάθι στα σχέδια της χούντας. Στην Αθήνα, η ομάδα Ιωαννίδη ανατρέπει τον Παπαδόπουλο στις 25/11/1973 και προκαλεί στη Λευκωσία την ανατροπή του Μακαρίου στις 15/7/1974. Τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κύπρο στις 20/7/1974 και το δικτατορικό καθεστώς κηρύσσει επιστράτευση, η οποία όμως αποτυγχάνει- εκεί επικεντρώνει τη λογοτεχνική ματιά του ο Πανσέληνος. Η αδυναμία της δικτατορίας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την εισβολή είναι το τελευταίο γεγονός που οδηγεί στην κατάρρευση του χουντικού καθεστώτος.

Εχοντας κοιμηθεί ελάχιστα το βράδυ ο Φώτης σηκώθηκε υπνοβατώντας. Η Μυρσίνη, που δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση, ετοίμασε καφέ και έφερε στο τραπέζι το ψωμί. Το φως στο χολ, που ήταν και η τραπεζαρία τους, άναβε πάνω από το τραπέζι το πλαστικό αμπαζούρ, απομίμηση βιτρό, από ένα μαγαζί στην πλατεία Αμερικής, έστελνε ακανόνιστες σκιές στους τοίχους. Από την μπαλκονόπορτα του σαλονιού, πίσω τους, το χλομό φως της αυγής κατηφόριζε την οδό Καρπάθου και έγλειφε τα έπιπλα και τις αφίσες των τοίχων.

Η μόνιμη κακιά διάθεση, μέρες τώρα, με το πραξικόπημα της Κύπρου, δεν τους εμπόδιζε να χρησιμοποιούνε το baby talk που είχε καθιερωθεί από τις πρώτες βδομάδες του γάμου τους, μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι. «Πρωινό με ρακούν σου! Ταρτίνες μικρού σου;». Αυτό ήταν η παράκληση για να της ετοιμάσει το ψωμί της όσο εκείνη έριχνε καφέ στις κούπες με τις ραβδώσεις - από το ίδιο εκείνο μαγαζί, που έβρισκαν σε καλές τιμές αντικείμενα για το νοικοκυριό τους. Στον μικρόκοσμο της συζυγικής τους τρυφερότητας, η Μυρσίνη ήταν ρακούν, ο Φώτης αρκούδα. Οι κοντινοί τους καμιά φορά τους άκουγαν να αποκαλούν έτσι ο ένας τον άλλον και χαμογελούσαν αμήχανα. Λίγοι καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις ντροπές των διαχύσεών τους- και οι μέρες δεν προσφέρονταν για πολλά αστεία. Ο καθένας οργάνωνε μ΄ όποιον τρόπο μπορούσε τις άμυνές του ενάντια στην πραγματικότητα.

Και η πραγματικότητα, από τη βραδιά του Πολυτεχνείου και μετά, έμοιαζε να ορθώνεται σαν τοίχος απέναντι σε κάθε ελπίδα κάτι ν΄ αλλάξει. Ο «ντροπαλός Ταξίαρχος», που είχε αντικαταστήσει τον παρανοϊκό Συνταγματάρχη, έριχνε πάνω από την Αθήνα τη σκιά του ωμού τρόμου. Ακόμα κι όσοι είχαν όμορφα βολευτεί με τη Χούντα ώς τότε, τώρα κρύβανε τις σκέψεις τους, μήπως η νέα ανατροπή τους εκθέσει. Η κατάσταση ακριβώς επειδή ήταν τόσο ωμή και βίαιη, έδειχνε πως δεν θα κρατούσε πολύ. Πάλι όμως, πού ξέρεις; Τα ίδια λέγανε και το 1967.

Το Πολυτεχνείο είχε ταρακουνήσει τον κόσμο, η ανατροπή του Παπαδόπουλου, που λίγο- πολύ οι περισσότεροι στο εξωτερικό τον είχαν αποδεχτεί, έστω ντε φάκτο, ξεσκέπαζε τελείως τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα της χούντας και στερούσε Αμερικάνους και Αγγλους από τα προσχήματα της «επανάστασης που δημιουργεί νομιμότητα». Λίγους μήνες ύστερα, και ενώ το Πολυτεχνείο εξακολουθούσε να πλανιέται στην ατμόσφαιρα, ήρθε η ανατροπή του Μακάριου από την ΕΟΚΑ Β΄- με την ΕΛΔΥΚ να πρωταγωνιστεί και Πρόεδρο- μαριονέτα. Οι Αμερικάνοι θέλανε να απαλλαγούν από τον Μακάριο, άρα ήταν πίσω από το πραξικόπημα, άρα πίσω από τον Ιωαννίδη- αμφίβολο αν θα γλιτώσουμε ποτέ, έλεγαν πολλοί. Από τη μια μέρα στην άλλη άλλαζαν όλα, ο φόβος περίσσευε. Οι Τούρκοι βρήκαν την αφορμή που έψαχναν, να υπερασπιστούν τους δικούς τους στο νησί. Εβαλαν πλώρη για την Κύπρο, η εισβολή είχε αρχίσει.

Δυο χρόνια είχε υπηρετήσει ο Φώτης, δυο δύσκολα χρόνια, χαρακτηρισμένος αριστερός. Και ο στρατός, εκτός από λίκνο της χούντας, χρησίμευε και σαν κολαστήριο για τουςεχθρούς της. Στη θητεία των δύο χρόνων, που όλοι έκαναν, κάποιοι έπρεπε να περάσουν αναμόρφωση, είτε με ασταμάτητες τιμωρίες είτε με την απειλή για χειρότερα, να δείξουν έμπρακτη μεταμέλεια, να αποκηρύξουν το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του, να μιλήσουν στους άλλους για τη σωτηρία του τόπου από την 21η Απριλίου. Ο Φώτης δεν δέχτηκε να μιλήσει, εξακολούθησε να τρώει τη μια φυλακή μετά την άλλη και η απόλυση όλο και μάκραινε, η φυλακή μεταφραζόταν σε επιπλέον θητεία, ίση με τις μέρες για τις οποίες είχες τιμωρηθεί. Δεν έφτανε η απομόνωση στο κρατητήριο. Ο στρατός από λίκνο πατριωτισμού μεταμορφώνεται σε ποινή, κάνοντας και τον πατριωτισμό φυλακή.

Ο Πάκης, ο παλιός φίλος της Μυρσίνης, στενή τους παρέα, είχε υπηρετήσει την ίδια εποχή. Υπαξιωματικός εκείνος. Απόκαλή οικογένεια (ο μπαμπάς διάβαζε «Εστία» και με τη χούντα «τίποτα δεν είχε να μοιράσει»), έβαλε μέσο να μη γίνει αξιωματικός - και για να απολυθεί μια ώρα αρχύτερα και να μην τον καλούν κάθε τόσο για μετεκπαίδευση. Την είχε βγάλειζάχαρηστην Κρήτη, τρώγοντας στην καντίνα των ΝΑΤΟϊκών. Συχνά ερχόταν στην Αθήνα με άδεια. Πήγαινε τη Μυρσίνη κανένα σινεμά ή για φαγητό. Στα γράμματά της ο Φώτης διάβαζε για τις καλές υπηρεσίες που πρόσφερε στην παλιά του φιλενάδα ο κοινός τους φίλος. Με την αναπόφευκτη καχυποψία του φαντάρου, ένιωθε να τον τρώει η ζήλεια, αλλά πάλι σκεφτόταν για κάποιον λόγο πως προτιμότερο να βγαίνει με ένα παλιό της αμόρε η Μυρσίνη παρά με άγνωστους. Ανάμεσα στα άλλα προνόμια της εθνικοφροσύνης του, ο Πάκης την έβλεπε συχνότερα απ΄ όσο ο Φώτης τα δυο αυτά χρόνια. Αν και η Μυρσίνη τα είχε χαλάσει μαζί του πολλά χρόνια πριν, διατηρούσανε μια συμπάθεια ο ένας για τον άλλο, που δεν είχε υποχωρήσει όταν ξεκίνησε ο δεσμός της με τον Φώτη κι αργότερα τον παντρεύτηκε.


Πρέπει να ακούσω το επόμενο δελτίο, λέει τα χρώματα των απολυτηρίων. Κάποιοι δεν καλούνται, ας είναι Γενική η Επιστράτευση...

Ο Πάκης τον λυπότανε που υπηρετούσε σε Πειθαρχικό Λόχο. Δυο φορές που συναντήθηκαν στην Αθήνα, του ζωγράφιζε με τα πιο ζωηρά χρώματα την ωραία ζωή που έκανε ο ίδιος στη Βάση του Ακρωτηρίου. «Ομελέτα, λουκάνικα, μπέικον,τρία είδη μαρμελάδες ... οι Αμερικάνοι τρώνε steaks για πρωινό...»- οι περιγραφές έδιναν το μέτρο της διαφοράς ανάμεσά στις ζωές τους και στις τύχες τους. Ο Φώτης κλεισμένος στο στρατόπεδο, με πατάτες μπλουμ και βοδινό Αργεντινής, που ερχόταν σε κατεψυγμένα μπούτια που τεμάχιζαν με τα σκεπάρνια οι σιτιστές, λιμπιζότανε τις λιπαρές ομελέτες και τα τοξικά κοντοσούβλια του Οβελιστήριου, απέναντι από την πύλη, απ΄ όπου, με μέσο κάποιον συμπονετικό αλφαμίτη, μπορούσε καμιά φορά να προμηθεύεται τις περιπόθητες εκείνες λιχουδιές.

Μέσα σε δυο στιγμές ο εφιάλτης βρισκόταν πάλι ολοζώντανος μπροστά στον Φώτη. Τη μέρα που έπαιρνε το απολυτήριό του, ο αξιωματικός του 3ου Γραφείου, ο υπολοχαγός Γιαννηλόης, τον είχε κοιτάξει με το κρύο, γαλάζιο μάτι της βλάχικης καταγωγής του και τον είχε στ΄ αστεία απειλήσει: «Μη θαρρείς, κουμμονι, πως θα γλιτώσεις έτσι από το Ελληνικό Στράτευμα! Σύντομα θα ξαναβρεθείς στα χέρια μου!».

11 η ώρα το πρωί (20 Ιουλίου ήτανε, η επέτειος του γάμου τους με τη Μυρσίνη) δεν είχε ακόμα φύγει από το σπίτι. Τηλεφώνησε στη δουλειά πως πρέπει να καθυστερήσει και είχε το ραδιόφωνο ανοιχτό. Γενική Επιστράτευσις, καλούνται... Οι έφεδροι τάδε και δείνα και έτσι κι αλλιώς... διατάσσονται όπως παρουσιαστούν πάραυτα εις τα οικεία στρατολογικά γραφεία ή τη μονάδα που αναγράφει το απολυτήριό τους...

Πού ήταν το απολυτήριο; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Σκέφτηκε να πάρει τη Μυρσίνη να τη ρωτήσει, μα πριν απλώσει το χέρι στο ακουστικό το τηλέφωνο χτύπησε. Ηταν εκείνη.

-Αρκούδα μου, πόλεμος, πόλεμος. Γενική επιστράτευση, όλοι έφυγαν από το γραφείο, καλά που δεν κατέβηκες Πειραιά... Φεύγω, έρχομαι! Τι ακούς; Τι γίνεται μ΄ εσένα;

-Δεν ξέρω... Ψάχνω να βρω το απολυτήριο. Ακούω το ράδιο...

-Ερχομαι! Μη φύγεις αν δεν έρθω, φωνάζει η Μυρσίνη κλαίγοντας και κλείνει.

Το χειρότερο σημάδι καταστροφής σ΄ αυτόν τον τόπο είναι όταν το ράδιο παίζει δημοτικά και εμβατήρια. Οι διακοπή τους- ύστερα από τα βραχνά κλαρίνα και τις παράτονες φυσικές κλίμακες του βιολιού- κρατάει μια μόνο στιγμή. Αμέσως ξανακούγεται ο καταραμένος «Τσομπανάκος» με τη φλογέρα του ΕΙΡ και τις κουδούνες των τράγων και οι στομφώδεις εκφωνητές. Ο Εχθρός... Ο θρασύδειλος Εισβολεύς... Η Ηρωική Μεγαλόννησος (που μακάρι να τη ρυμουλκούσε ο Θεός και να την έριχνε για πάντα στον Ατλαντικό!)... αι Εθνικαί Δυνάμεις προβάλλουν σθεναρά αντίστασιν... Θα ριφθούν στη θάλασσα... Η Μητέρα Ελλάς θα εκπληρώσει το Ιερόν Καθήκον της... Γενική Επιστράτευσις...

Και πάλι το επίφοβο τροπάριο της απαγγελίας των ΕΣΣΟ, οι κατηγορίες, οι ειδικότητες, τα χρώματα των απολυτηρίων... Τι χρώμα είχε το απολυτήριό του; Ούτε θυμόταν. Τό ΄χε χώσει στο τσεπάκι κι είχε πάρει τα πόδια του στον ώμο, ν΄ απομακρυνθεί το γρηγορότερο από τις αγκάλες του Ελληνικού Στρατεύματος.

Κουδούνι. Ξέχασε η Μυρσίνη τα κλειδιά της; Οχι. Ο Πάκης με τζιν και με μπουφάν, με ταξιδιωτική τσάντα στο χέρι. Ηρθε με τα πόδια στην οδό Ρόδου από το σπίτι του, στην Αγίου Μελετίου- ένα παλιό αρχοντικό διαμέρισμα προπολεμικής πολυκατοικίας, με ψηλά ταβάνια, ωραία πατώματα, χωρίσματα και αλκόβες.

-Με κάλεσαν, φεύγω,είπε ο Πάκης και ήταν κάτασπρος, τα χείλια του είχαν εξαφανιστεί σφιγμένα κάτω από τα δόντια του. Πάω στο Ρουφ. Εσύ; Είπα μήπως ξέρεις... να παίρναμε το ίδιο ταξί- αν και ζήτημα αν θα βρούμε τέτοια ώρα. -Δεν ξέρω. Ψάχνω να βρω το απολυτήριο, είπε ο Φώτης και καθώς μιλούσε τού ήρθε μια ιδέα και άνοιξε την ντουλάπα στην κρεβατοκάμαρα. Στο κάτω μέρος είχε μια τσάντα με τη φόρμα αγγαρείας που κατάφερε να μην την παραδώσει και την έφερε μαζί του. Εχωσε το χέρι και έψαξε στα τυφλά τον πάτο. Ενα χαρτί τσάκισε στα δάχτυλά του, το τράβηξε και το κοίταξε με τρόμο. Το Εθνόσημο, τα τυπωμένα στοιχεία με γραμμές από τελίτσες για να συμπληρώνει ο γραφέας με το μελάνι τα στοιχεία του απολυομένου, οι στρογγυλές σφραγίδες του Τρίτου Γραφείου και η υπογραφή του Υπολοχαγού Γιαννηλόη έκαναν την καρδιά του να σφιχτεί από τρόμο. Το ραδιόφωνο ακόμα ξεφώνιζε ΕΣΣΟ, ειδικότητες, μονάδες και στρατολογικά γραφεία, ο Πάκης έκοβε βόλτες πάνω κάτω στο χολ και μονολογούσε χολιασμένος με την ατυχία του και έντρομος με την Επιστράτευση.

Η Μυρσίνη έφτασε λίγη ώρα κατόπι. Επεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά του Φώτη. Ηταν σίγουρη πως θα φύγει, θα επιστρατευθεί και θα σκοτωθεί σ΄ αυτόν τον πόλεμο. Τον έσφιγγε πάνω της μη τολμώντας να ξεστομίσει την παρότρυνση, τη μάταιη ευχή, να μην πάει, να μην παρουσιαστεί, να κρυφτεί και να δραπετεύσει στο εξωτερικό. Δεν είπε τίποτα απ΄ όλα αυτά που σκεφτόταν μες στο τρόλεϊ καθώς επέστρεφε, ανάμεσα σ΄ έναν κόσμο που παραληρούσε από τα ίδια αισθήματα και μεγαλόφωνα καταριόταν τη Χούντα, την Επιστράτευση, τους Τούρκους (κάποιοι και την Κύπρο!). Φίλησε στα δυο μάγουλα τον Πάκη που από άσπρος τώρα είχε αρχίσει να πυρώνει από αδημονία. Ούτε κι εκείνος ήξερε για ποιον λόγο είχε έρθει στο σπίτι των φίλων του αντί να πάρει τον δρόμο κατευθείαν να παρουσιαστεί εκεί που έπρεπε. «Πάω Ρουφ. Εκεί λέει».

-Αρκούδα μου, εσύ;

-Πρέπει να ακούσω το επόμενο δελτίο, λέει τα χρώματα των απολυτηρίων. Κάποιοι δεν καλούνται, ας είναι Γενική η Επιστράτευση... Ορίστε. Πλην όσων έτυχον απολυτηρίου χρώματος λευκού! Το άκουσες; Το ακούσατε; φωνάζει ο Φώτης και ανεμίζει στον αέρα το απολυτήριο.

-Εγινε και προνόμιο νά΄ σαι χαρακτηρισμένος, με τη Χούντα!λέει ο Πάκης στο άνοιγμα της πόρτας, μ΄ ένα χαμόγελο στο σφιγμένο στόμα του.Φεύγω. Εσύ μικρέ... να προσέχεις, έτσι; Αρκετά τράβηξες ώς τώρα.

-Δε φαντάζομαι να έχουν κι εκεί τριών ειδών μαρμελάδες, του είπε αγκαλιάζοντάς τον ο Φώτης.

- Τώρα αυτό, γιατί το είπες;παρατήρησε μέσα στα δάκρυα της ευτυχίας της η γυναίκα του.

Εκείνος δεν απάντησε. Μια ηρεμία απλωνόταν τώρα μέσα του. «Θα τα πούμε και μ΄ εσένανε, εν καιρώ...», σκέφτηκε κοιτώντας την σαν αφηρημένος.

Ο Αλέξης Πανσέληνος είναι συγγραφέας.

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Δεκεμβριανά, η εμφύλια παραζάλη, Σεπόλια 1944.


Δεκεµβριανά. Η εµφύλια παραζάλη
Γράφει ο Δηµοσθένης Κούρτοβικ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: στα ΝΕΑ την Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Στην Ελλάδα, επτά εβδοµάδες µετά το τέλος της Κατοχής και την Απελευθέρωση (Οκτ. 1944), οι διεργασίες για την οµαλή λειτουργία της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου φτάνουν σε αδιέξοδο.
Η έµµεση διεκδίκηση της Αριστεράς για βελτίωση της θέσης της στο πολιτικό σκηνικό έρχεται σε σύγκρουση µε τον αστικό κόσµο, που έχει ήδη αναδιοργανωθεί µετά την Κατοχή.
Με κύρια αιτία την άρνηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να διαλύσει τις µονάδες του τακτικού στρατού στις οποίες είχε τον έλεγχο, οι ΕΑΜικοί υπουργοί (Σβώλος, Πορφυρογένης, Τσιριµώκος) παραιτούνται.
Την επόµενη ηµέρα πραγµατοποιείται στο Σύνταγµα το µεγαλύτερο ΕΑΜικό συλλαλητήριο παρά την ανάκληση της άδειάς του.
Η Αστυνοµία ανοίγει πυρ προκαλώντας θύµατα µεταξύ των διαδηλωτών και στην κηδεία τους, που γίνεται δηµόσια, ο ΕΛΑΣ µετέχει πλέον ένοπλος.
Τότε ανοίγει η εµφύλια σύρραξη στην Αθήνα και ξεκινούν τα Δεκεµβριανά.

Ο Δηµοσθένης Κούρτοβικ «παρακολουθεί» τα γεγονότα από µια απόκεντρη συνοικία που βρίσκεται στα χέρια του ΕΛΑΣ, αναδεικνύοντας το στοιχείο της σύγχυσης που κυριαρχούσε στον απλό λαό.

Το έζησα πριν ακόµη γεννηθώ.



Γεννήθηκα µε τη µνήµη του, µε τις εικόνες και τις µυρωδιές του. Οι δικοί µου, όπως και όλοι στη γειτονιά, µιλούσαν γι’ αυτό µε κοφτές φράσεις, γεµάτες λέξεις και αποσιωπητικά που το πλήρες νόηµά τους καταλάβαιναν µόνον εκείνοι. Κίνηµα το έλεγαν.

Οχι Δεκεµβριανά. Κίνηµα. Για την Κατοχή µιλούσαν σχεδόν ουδέτερα, σαν για κάτι που ήρθε και πέρασε οριστικά, µ’ ένα ύφος ήρεµης ανακούφισης που το τέλος της τους βρήκε ζωντανούς. Τη λέξη Κίνηµα όµως την πρόφεραν πάντα µε δέος, σαν ν’ αναφέρονταν σε µια ακαθόριστη, αλλά φοβερή εκκρεµότητα.

Αυτό το δέος το αισθανόµουν παντού. Η φτωχή συνοικία µας, τα Σεπόλια, δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου από τότε. Τα πολυβοληµένα σπίτια κουβαλούσαν τις τρύπες και τις ρωγµές στην πρόσοψή τους όπως οι παραµορφωµένοι άνθρωποι τις από παλιά µονιµοποιηµένες και αφοµοιωµένες κακώσεις τους: αδιάφορα και γι’ αυτό τροµακτικά. Στους ασβεστωµένους προπολεµικά µαντρότοιχους των περιβολιών, των µηχανουργείων, των εργοστασίων έβλεπα, µισοξησµένα ή ξεθωριασµένα, τεράστια σφυροδρέπανα και τις λέξεις ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, ζωγραφισµένες µε κόκκινη µπογιά και χοντρά γράµµατα.
Οι γραµµές του τρένου έκοβαν στα δυο τη γειτονιά µας και ανάµεσα στις πικροδάφνες που τις περιστοίχιζαν ανακαλύπταµε, όταν παίζαµε, κάλυκες από σφαίρες, κουρέλια από στρατιωτικές στολές µισοθαµµένα στο χώµα και, σπανιότερα, σκουριασµένες χειροβοµβίδες, που είχαµε µάθει να µη τις αγγίζουµε.

Στην άλλη άκρη της συνοικίας, τη δυτική, στον ανοιχτό υπόνοµο που διέσχιζε περιβόλια και χυνόταν στον Κηφισό, βρήκαµε κάποτε µια νεκροκεφαλή µε σµπαραλιασµένο το ένα βρεγµατικό. Ο κιτρινωπός καπνός που έβγαζε το εργοστάσιο Φελιζόλ, λίγο βορειότερα, είχε µια µυρωδιά ανάµεσα σε µπαγιάτικο καβουρδισµένο καφέ και ψοφιµίλα, που απλωνόταν µερικές φορές σ’ ολόκληρη τη συνοικία.

Υπήρχαν στην περιοχή πολλές µάντρες χωρίς χρήση, µισοξέφραγες, χορταριασµένες, γεµάτες παλιά σιδερικά και κιτρινισµένες, ξυλιασµένες µε τον καιρό εφηµερίδες από τα χρόνια του ’40.

Μύριζαν απόβροχο, σήψη, µυστήριο και τρόµο. Υπήρχαν επίσης κάτι λίγες διώροφες µονοκατοικίες, στοιχειωµένες, όπως µας φάνταζαν, µε κήπο και αναρριχητικά στην πρόσοψη, πάντα σκοτεινές και ακατοίκητες. Σε κάποια άλλα εγκαταλειµµένα σπίτια βλέπαµε χαραγµένο στον τοίχο µε µολύβι ένα µεγάλο Χ µέσα σε κύκλο. Οι µεγάλοι άλλοτε µας έλεγαν ότι εκεί έµεναν παλιογυναίκες και άλλοτε ότι αυτό ήταν το σήµα της ορ γάνωσης Χ. Δεν ξέραµε τι ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και τα δύο όµως µας φόβιζαν.
Ο Θοδωράκης, ο γιος του επιπλοποιού της γειτονιάς, ήταν Χίτης. Καθώς µας µάθαινε αργότερα, σ’ εµένα και τον ξάδελφό µου, πώς να δένουµε την πρώτη µας γραβάτα κι εµείς βλέπαµε από κοντά τα πεταχτά δόντια του, το φευγαλέο πιγούνι του, τα εµπύρετα µάτια του στο χρώµα του σχιστόλιθου, µας εξηγούσε πώς πέρασε τις εξετάσεις για απολυτήριο γυµνασίου: έβγαλε το πιστόλι του, το άφησε πάνω στο θρανίο και είπε «Αυτό είναι το γραπτό µου, κύριε καθηγητά».

Τις µέρες του Κινήµατος οι Ελασίτες (από µικρός αισθάνοµαι πως όλες οι λέξεις σε -ίτης έχουν κάτι το δυσοίωνο) έρχονταν κάθε τόσο και χτυπούσαν το παράθυρο του σπιτιού µας. Οι δικοί µου έµεναν τότε σε τρία συνεχόµενα δωµάτια, που έπιαναν τη µία πλευρά µιας µικρής, µακρόστενης αυλής βυθισµένης κάτω από το επίπεδο του δρόµου. ΄Ετσι, το πρώτο δωµάτιο φαινόταν από τη µεριά του δρόµου σαν ηµιυπόγειο και το παράθυρό του ήταν ισόγειο. Χτυπούσαν, λοιπόν, οι Ελασίτες αυτό το παράθυρο και ρωτούσαν τη γιαγιά µου «Πού είναι οι γιοι σου;»
Η γιαγιά µου απαντούσε πως δεν ήξερε. Ο ένας θείος µου είχε πάει στα Τρίκαλα να φέρει τρόφιµα, ο άλλος ήταν αποκλεισµένος στο κέντρο της Αθήνας µε τους ΄Αγγλους, διερµηνέας.

Η συνοικία ήταν στα χέρια του ΕΛΑΣ.

Τα βράδια ακούγαµε (άκουγαν οι δικοί µου) να βροντοκυλάνε στην οδό Δυρραχίου, λίγους δρόµους πιο πάνω, κάρα φορτωµένα µε πτώµατα Ελασιτών. Τα πήγαιναν οι συναγωνιστές τους να τα θάψουν σε µια κοντινή αλάνα, που αργότερα έγινε Παιδική Χαρά και πήγαινα συχνά εκεί για να παίξω, µέχρι που έµαθα σε τι χρησίµευε πριν.

Η απέναντι από τη δική µας πλευρά της αυλής ήταν ο πλαϊνός τοίχος ενός σπιτιού όπου έµενε µε την οικογένειά του κάποιος Μάντζαρης, που είχε διατελέσει πριν από τον πόλεµο κρατικός αξιωµατούχος κάπου στη Μακεδονία.

Αγιος άνθρωπος, έλεγαν οι δικοί µου, δεν έβλαπτε ούτε µυρµήγκι. Τον πήρανε οι Ελασίτες από το σπίτι του και τον εκτελέσανε στο Περιστέρι µαζί µε άλλους. Το πτώµα του βρέθηκε µε το δεξιό χέρι σηκωµένο και τα τρία πρώτα δάχτυλα ενωµένα στις άκρες: δεν είχε προλάβει ν’ αποσώσει το σταυροκόπηµά του, όταν τον τρύπησε η σφαίρα.

Η συνοικία µας ήταν ανταρτοκρατούµενη, όπως είπα, αλλά το µέτωπο δεν ήταν σταθερό. Αλλαζε από µέρα σε µέρα και τα σύνορα της κάθε επικράτειας ήταν πορώδη. Στην πραγµατικό τητα, δηλαδή, δεν υπήρχε µέτωπο. Οι πολίτες έπρεπε να περνούν καθηµερινά ανάµεσα από τις γραµµές των αντιµαχόµενων για τα ψώνια τους ή για να επισκεφθούν φοβισµένους συγγενείς, φοβισµένοι και οι ίδιοι και αβέβαιοι αν θα επέστρεφαν ζωντανοί. Κάτω από τις γραµµές του τρένου ήταν ο ΕΛΑΣ. Πάνω από τις γραµµές η περιοχή άλλαζε συνεχώς χέρια: τη µια ο ΕΛΑΣ, την άλλη η Εθνοφυλακή, άλλοτε πάλι συγχρόνως και οι δύο, ένα τετράγωνο ο ένας, ένα ο άλλος, στη µία πλευρά του δρόµου ο ένας, στην απέναντι ο άλλος. Σε σταµατούσαν για έλεγχο οι εθνοφύλακες και λίγο πιο κάτω οι Ελασίτες. Αν δεν είχες ιδέα από πολιτικά, όπως η µητέρα µου, δεν µπορούσες να καταλάβεις σε ποια παράταξη ανήκαν αυτοί που σου έκαναν έλεγχο. Πολλοί αντάρτες έµοιαζαν στο ντύσιµο µε τους εθνοφύλακες, πολλοί εθνοφύλακες µε τους αντάρτες. Υπήρχαν και ένοπλοι µε πολιτικά ρούχα, που δεν ήξερες µαζί µε ποιους πολεµούσαν.

Ακουγόταν ότι ήταν ποινικοί, που είχαν σκορπίσει δεξιά κι αριστερά µετά την παραβίαση των φυλακών Αβέρωφ σε µια φάση των µαχών.

Συχνά εισέδυαν στη συνοικία µας εθνοφύλακες και τσολιάδες, που ταµπουρώνονταν πίσω από γωνίες κι έριχναν από εκεί. ΄Ενας τσολιάς είχε ξεκάνει κάµποσους µε αυτό τον τρόπο. ΄Εβγαζε αστραπιαία το κεφάλι του και πυροβολούσε µ’ εντυπωσιακή ευστοχία, λες και τα µάτια του ήταν περισκόπιο που έστριβε γύρω από το γωνιακό σπίτι. Αµέσως έπειτα κρυβόταν πάλι πίσω από τη γωνία. Ο διοικητής του ΕΛΑΣ σ’ εκείνη την περιοχή ήταν ένας έξυπνος και πρακτικός άνθρωπος. Είχε κι ένα χρονόµετρο. Μέτρησε µε ακρίβεια το χρονικό διάστηµα ανάµεσα σε δύο βολές του εχθρού και είδε ότι ήταν σταθερό. Διέταξε τότε τον καλύτερο σκοπευτή ανάµεσα στους άνδρες του να ετοιµαστεί για βολή, αλλά να µη ρίξει πριν του πει ο ίδιος. Ενα κλάσµα του δευτερολέπτου πριν ο τσολιάς ξεµυτίσει πάλι από τη γωνία ο διοικητής, κοιτάζοντας το χρονόµετρο, έδωσε το σύνθηµα και το κεφάλι του τσολιά έγινε θρύψαλα.

Τα εγγλέζικα αεροπλάνα πετούσαν χαµηλά και πολυβολούσαν κάθε κτήριο που ήταν ύποπτο για φωλιά Ελασιτών. Μια µέρα η µητέρα µου πήγε να δει την παντρεµένη αδελφή της, που έµενε στον λόφο του Σκουζέ, µια συνοικία που συνορεύει µε τα Σεπόλια.

Ξαφνικά ακούστηκε ο στριγκός βόµβος και σαν από το πουθενά εµφανίστηκε απέναντί της ένα αεροπλάνο, σε µικρό ύψος. Στον λόφο υπήρχε µια µεγάλη αποθήκη της Εθνικής Τράπεζας, που οι αντάρτες είχαν µετατρέψει σε στρατηγείο τους. Η µητέρα µου ζάρωσε στον τοίχο ενός σπιτιού. Το αεροπλάνο χαµήλωνε ολοένα, ώσπου η µητέρα µου µπορούσε να δει τον πιλότο, κατάφατσα. Τα δύο βλέµµατα, το ερευνητικό του πιλότου και το αλαφιασµένο της µητέρας µου, έµειναν καρφωµένα το ένα στο άλλο για ένα-δυο αιώνια λεπτά. ΄Επειτα το αεροπλάνο ξαναπήρε ύψος και χάθηκε. Προφανώς ο πιλότος είχε κρίνει ότι το σχετικά καλοντυµένο κορίτσι µε το καθαρό πρόσωπο δεν ήταν σύνδεσµος των ανταρτών.

Την έναρξη του Κινήµατος την έζησε η µητέρα µου (την έζησα κι εγώ µαζί της) λίγο πιο κάτω από την Οµόνοια, στην αρχή της οδού Πειραιώς. Ξαφνικά ακούστηκε από τη µεριά της πλατείας το κροτάλισµα πολυβόλων και αυτόµατων, ένα πανδαιµόνιο από άτακτες ριπές. Ο κόσµος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος. Η µητέρα µου κατέφυγε µαζί µε πολλούς άλλους στο εκκλησάκι του Αγίου Γερασίµου, που βρίσκεται στο ισόγειο του κτηρίου της Πολυκλινικής. Το εκκλησάκι γέµισε ασφυκτικά. Ο παπάς, όρθιος µπροστά στην Ωραία Πύλη, κοίταζε το εκκλησίασµα της ανάγκης και του τρόµου αµίλητος, µε ύφος µελαγχολικό, απελπισµένο και κάπως σαν προφήτη που βλέπει να επαληθεύεται µια θλιβερή προφητεία του.

Η συνοικία µας ήταν λαϊκή, προλεταριακή. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν φτωχοί µεροκαµατιάρηδες, στην καλύτερη περίπτωση µικροϋπάλληλοι και µικροµαγαζάτορες (αρχαϊκά µπακάλικα, κουρεία, ψιλικατζίδικα, µαγειρεία, βρόµικα όλα, αλλά µε ευφραντικές, ξεχασµένες σήµερα µυρωδιές). Το ΚΚΕ είχε σηµαντική υποστήριξη εκεί. Τις µέρες του Κινήµατος έγιναν στη γειτονιά πολλά ξεκαθαρίσµατα λογαριασµών, για τα οποία δεν αντέχω να µιλήσω. Δεν ήταν όλα ταξικά, δεν ήταν πάντα οι φτωχοί που εκδικούνταν την «πλουτοκρατία».

Ο σπιτονοικοκύρης µας, για παράδειγµα, που εισέπραττε νοίκια για αρκετά χαµόσπιτα σαν αυτό όπου µέναµε, ήταν µε την Αριστερά και οι δικοί µου, που είχαν προστριβές µαζί του, όχι όµως πολιτικές, έµαθαν αργότερα ότι αυτός είχε καρφώσει στους αντάρτες τους δυο γιους της γιαγιάς µου. Όταν, λίγο πριν από το τέλος, έφτασαν στα Σεπόλια τα πρώτα εγγλέζικα τανκς, ο κόσµος ξεχύθηκε στους δρόµους να τα υποδεχτεί. Ποιος κόσµος όµως; Εκείνοι που λούφαζαν τον ένα µήνα της ανταρτοκρατίας και που ήταν περισσότεροι απ’ όσο θα νόµιζε κανείς για µια τέτοια συνοικία; ΄Η µήπως και πολλοί από εκείνους που την ίδια περίοδο εκδηλώνονταν µε διάφορους τρόπους υπέρ της λαοκρατίας; Και πού κρύβονταν τώρα οι άλλοι; Πού να ξέρεις. Εµφύλιες καταστάσεις. Εµφύλια ανεµοζάλη.

Πριν από λίγα χρόνια ανακάλυψα σ’ ένα παλιό σπίτι στο Παγκράτι, δίπλα στον Αγιο Σπυρίδωνα, µια τρύπα από σφαίρα στο σκονισµένο τζάµι ενός παράθυρου.Ηταν από το Κίνηµα. Σκέφτηκα ότι, αν κάτι τόσο λεπτό και εύθραυστο όσο ένα απλό τζάµι κουβαλάει εξήντα τόσα χρόνια τη µνήµη εκείνων των γεγονότων, ίσως το δέος που ένιωθαν τότε οι δικοί µου για µια φοβερή εκκρεµότητα δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητο.

£ Οι πολίτες έπρεπε να περνούν καθηµερινά ανάµεσα από τις γραµµές των αντιµαχόµενων για τα ψώνια τους ή για να επισκεφθούν φοβισµένους συγγενείς, φοβισµένοι και οι ίδιοι και αβέβαιοι αν θα επέστρεφαν ζωντανοί